Η ιστορία του θερινού κινηματογράφου στην Ελλάδα ξεκινάει στις αρχές του 20ού αιώνα. Παρότι ο κινηματογράφος εμφανίστηκε νωρίς στην Αθήνα, η ιδέα του “θερινού σινεμά” με τη σημερινή της μορφή, θεμελιώθηκε λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πρώτα επίσημα θερινά άρχισαν να λειτουργούν οργανωμένα τη δεκαετία του ’30, αξιοποιώντας αυλές ξενοδοχείων, αστικά οικόπεδα και δροσερές ταράτσες. Εκεί, με λευκό πανί για οθόνη, φίκους για ησυχία και φόντο τον έναστρο ουρανό, το σινεμά βγήκε για πρώτη φορά… έξω.
Μετά την Κατοχή, και κυρίως τη δεκαετία του ’50, ο θερινός “σινεμάς” γνώρισε άνθηση. Ήταν η εποχή που το αστικό τοπίο μεταμορφωνόταν: οι συνοικίες απλώνονταν, τα διαμερίσματα γέμιζαν, αλλά το καλοκαιρινό βράδυ δεν χωρούσε στους τέσσερις τοίχους. Έτσι, οι γειτονιές απέκτησαν τον δικό τους μικρό Παράδεισο. Το Σινέ Παρί στην Πλάκα, το Σινέ Θησείο και ο Ζέφυρος στα Άνω Πετράλωνα έγιναν το δεύτερο σπίτι των Αθηναίων. Οι ταινίες της Finos Film και όχι μόνο, έπαιζαν κάθε βράδυ με ήχους από τριζόνια και φόντο τη μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου.
Τη δεκαετία του ’80 και του ’90, η άνοδος του βίντεο και της ιδιωτικής τηλεόρασης οδήγησε πολλούς θερινούς κινηματογράφους σε λουκέτο. Πολλές αυλές έγιναν πάρκινγκ, πολυκατοικίες ή σούπερ μάρκετ. Η αίσθηση της συλλογικής θέασης άρχισε να χάνεται, και ο θερινός “σινεμάς” άγγιξε τα όρια της νοσταλγίας. Ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, το ελληνικό κοινό, κουρασμένο από την εσωστρέφεια της τηλεοπτικής εικόνας και την απρόσωπη εμπειρία των multiplex, άρχισε να επιστρέφει στις αυλές. Με τον καιρό, η αναγέννηση των θερινών κινηματογράφων έλαβε χαρακτήρα πολιτιστικού κινήματος: αποκαταστάθηκαν παλιές αίθουσες, προστέθηκαν προβολές ανεξάρτητου κινηματογράφου, διοργανώθηκαν αφιερώματα, και ξαναβγήκαν τα γιασεμιά στις γλάστρες.
Ο θερινός δεν είναι μόνο μια κινηματογραφική εμπειρία, αλλά μια απόδραση από τον αστικό θόρυβο, μια παύση από το ψηφιακό άγχος. Μέσα του κρύβεται η Ελλάδα όπως τη θυμόμαστε ή όπως θα θέλαμε να τη θυμόμαστε: ανθρώπινη, κοινωνική, αυθόρμητη. Στο Παρίσι ζηλεύουν τις αίθουσές μας, στη Νέα Υόρκη προσπαθούν να μιμηθούν την ατμόσφαιρά τους. Για εμάς, όμως, ο θερινός είναι το καλοκαίρι μας: οι πρώτοι έρωτες στα πίσω καθίσματα, το γέλιο της Ρένας Βλαχοπούλου κάτω από τα αστέρια, η μυρωδιά από ποπ κορν και χώμα μαζί.
Σήμερα, πάνω από 60 θερινοί κινηματογράφοι λειτουργούν μόνο στην Αττική, με εκατοντάδες επισκέπτες κάθε βράδυ. Αν και η πλειονότητα των προβολών αφορά τις νέες εμπορικές κυκλοφορίες, πολλοί από αυτούς προβάλλουν και κλασικά φιλμ, επανεκδόσεις και θεματικά αφιερώματα. Η πολιτιστική τους αξία έχει πλέον αναγνωριστεί: το 2017, η UNESCO ενέγραψε τον θερινό κινηματογράφο στη λίστα άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Όπως καταλαβαίνετε, όσο υπάρχουν θερινά σινεμά, το αθηναϊκό καλοκαίρι θα συνεχίσει να μοιάζει με σκηνή από ασπρόμαυρη ταινία.
By Βασίλης Παπαστάθης
Διαβάστε επίσης: Η σιγή του βήματος: κομψότητα χωρίς παπούτσια
