Φορώντας ένα πράσινο καπέλο, γυαλιά και ωτοασπίδες, ένας άνδρας γεμίζει με σφαίρες την κάννη ενός όπλου. Δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του σε άλλον άντρα “σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά” και στροβιλίζει την κάννη του όπλου ενώ επικαλείται τον Μάρσαλ Ματ Ντίλον από την τηλεοπτική σειρά Gunsmoke.
“Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι είμαι κάπως ανόητος που το κάνω αυτό”, παραδέχεται ο Ρίτσαρντ Ντέιβις, σηκώνοντας τα μανίκια του. Στην συνέχεια στρέφει το όπλο στον εαυτό του και, μετά από μια τεταμένη παύση, πυροβολεί στο στήθος του. “Εύκολο σαν πίτα, παιδιά!” λέει εύθυμα.
Η σφαίρα σταμάτησε στο αλεξίσφαιρό γιλέκο, του οποίου ο Ντέιβις ήταν ο εφευρέτης, και μάλιστα αυτοπυροβολήθηκε 192 φορές για να αποδείξει ότι λειτουργούσε. Ο πρώην πεζοναύτης, χρεοκοπημένος ιδιοκτήτης πιτσαρίας και γεννημένος σόουμαν, έχτισε τον μύθο του δημιουργώντας ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού που τον έκαναν γνωστό σε αστυνομικούς και οπλοφόρους σε όλη την Αμερική.
Ίδρυσε την Second Chance, η οποία εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες προστατευτικών σώματος παγκοσμίως, καθώς πουλούσε προϊόντα που φορούσαν αστυνομικοί, στρατιώτες, ακόμη και ο πρόεδρος, Τζορτζ Μπους. Όμως, ενώ έσωσε χιλιάδες ζωές, ο Ντέιβις έθεσε αμέτρητες άλλες σε κίνδυνο με απερίσκεπτα ψέματα και μια κουλτούρα ατιμωρησίας. Επέδειξε επίσης έναν ναρκισσισμό και ένα χάρισμα για αυτοεξευτελισμό αντάξιο του Ντόναλντ Τραμπ.
Την περίεργη ιστορία του Ντέιβις αφηγείται το “2nd Chance”, πρώτο του μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του Ιρανοαμερικανού συγγραφέα, σκηνοθέτη και παραγωγού, Ραμίν Μπαράνι, ο οποίος στο παρελθόν έχει αναλύσει το αμερικανικό όνειρο σε ταινίες όπως το Chop Shop και το 99 Homes.
“Την πρώτη φορά που είδα το βίντεο στο οποίο ο Ρίτσαρντ σημαδεύει με όπλο το στήθος του και πυροβολεί – τα μάτια σου βγαίνουν έξω όταν το βλέπεις αυτό”, λέει ο 47χρονος σκηνοθέτης. “Και φυσικά το έκανε σχεδόν 200 φορές. Εκτός από αυτό, ήταν επίσης σκηνοθέτης. Έκανε πολλά είδη ταινιών: προπαγάνδα, μάρκετινγκ, κωμωδία. Το μάρκετινγκ του ήταν πολύ ευρηματικό και ενδιαφέρον. Είχε ένα περιοδικό που ονομαζόταν Sex and Violence, οπότε ήταν πολύ ξεκάθαρος για το τι πίστευε ότι θα πουλούσε το προϊόν του”, σημειώνει.
Ο Ντέιβις ισχυρίστηκε ότι εμπνεύστηκε το αλεξίσφαιρο γιλέκο μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών με εγκληματίες, από τους οποίους ήθελε να πάρει εκδίκηση. Η μεγάλη καινοτομία του ήταν το υλικό Kevlar, το οποίο θα επέτρεπε την δημιουργία ελαφριών γιλέκων που μπορούσαν να φορεθούν κάτω από τα ρούχα χωρίς να εντοπιστούν. Άφησε το Ντιτρόιτ και άνοιξε ένα μικρό εργοστάσιο στο Central Lake, στο βόρειο Μίσιγκαν, προσλαμβάνοντας εκατοντάδες ανθρώπους. Εκεί θεωρήθηκε ως ευεργέτης της πόλης και πλήρωσε για την ετήσια επίδειξη πυροτεχνημάτων της.
Όταν φιλοξένησε έναν διαγωνισμό σκοποβολής, μια αδέσποτη σφαίρα πέρασε μέσα από το δάσος και έπεσε στο σπίτι μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Ο Ντέιβις φέρεται να προσπάθησε να δωροδοκήσει και στη συνέχεια να εκφοβίσει έναν έφηβο για να αναλάβει την ευθύνη («Άκου, αν το πεις σε κανέναν, εγώ θα σε σκοτωσω”). Ένα χρόνο μετά, μια έκρηξη στο σόου πυροτεχνημάτων σκότωσε έναν άνδρα και τραυμάτισε τουλάχιστον 15 άτομα. Και πάλι αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη.
Αγαπημένος από την αστυνομία, ο Ντέιβις αντιμετώπισε λίγες νομικές συνέπειες. Στη συνέχεια όμως διένειμε 100.000 γιλέκα που περιείχαν ένα νέο υλικό, το Zylon, το οποίο αποδείχθηκε ελαττωματικό. Ένας αστυνομικός που το φορούσε πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε. Το περιστατικό αυτό γίνεται η αρχή του τέλους για τον Ντέιβις, αποκαλύπτοντας έναν χαρακτήρα γεμάτο αντιθέσεις, οι οποίες καλλιεργήθηκαν μετά από δεκαετίες απερισκεψίας κι εξαπάτησης.
Αντιμέτωπος με αυτά τα περιστατικά κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων για το ντοκιμαντέρ, ο 70χρονος Ντέιβις δείχνει απρόθυμος να δεχτεί πλήρως τα λάθη του (περιγράφει το περιστατικό με την αδέσποτη σφαίρα ως “άδοξο λάθος”). Είναι ένας αναξιόπιστος αφηγητής αλλά προσφέρει και στιγμές εκπληκτικής ειλικρίνειας. Ο Μπαράνι αιφνιδιάστηκε.
“Φαινόταν να μιλάει πολύ. Μερικές φορές έπαθα σοκ με αυτά που έλεγε στην κάμερα, πολλά από τα οποία κατέληξα να μην τα βάλω στην ταινία. Ήταν ένα βουνό γνωστικής ασυμφωνίας. Ανεξάρτητα από το τι του ρωτούσες ή του ανέφερες για το παρελθόν, όπως ενέργειες ή πράγματα που είχε κάνει, φαινόταν να μην μπορεί να δεχτεί τίποτα από αυτά, κάτι που δεν περίμενα” αναφέρει ο Μπαράνι.
Ο Μπαράνι βλέπει παραλληλισμούς με το έργο του Άρθρουρ Μίλερ, All My Sons, στο οποίο ένας άνδρας έστειλε εν γνώσει του από το εργοστάσιο ελαττωματικά ανταλλακτικά του κινητήρα (για μαχητικά Curtiss P-40) κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για περισσότερα από τρία χρόνια κατηγορεί τον συνεργάτη του και πρώην γείτονά του, αν και ο ίδιος διέπραξε το έγκλημα. Όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται, δικαιολογεί τις πράξεις του υποστηρίζοντας ότι το έκανε για την οικογένειά του.
Όπως και ο καλά σχεδιασμένος χαρακτήρας του Μίλερ, ο Ντέιβις έχει μια ιδιότητα που καθιστά δύσκολο να τον απορρίψεις και να τον καταδικάσεις. Ο Μπαράνι, ο οποίος παίρνει επίσης συνεντεύξεις από ανθρώπους που ήταν γύρω από τον Ντέιβις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών για τους οποίους ήταν επιβλαβής, αντιλαμβάνεται πως παρά τα πεπραγμένα του, όλοι αναγνωρίζουν ορισμένες από τις αρετές του, όπως ότι ήταν ευρηματικός, γενναίος και έσωσε χιλιάδες ζωές.
Με πληροφορίες από Guardian
Διαβάστε επίσης: Το ντοκιμαντέρ που μας μύησε στην σχέση εξάρτησης των Αμερικανών με την οπλοφορία