Γράφω για εκείνους που κάποτε πέρασαν απαρατήρητοι. Δεν ήταν οι ωραίοι, οι δημοφιλείς, οι πρώτοι. Ήταν οι αόρατοι. Οι ήσυχοι. Οι καταπιεσμένοι. Οι άνθρωποι που σε μικρή ηλικία στερήθηκαν χαρές, ελευθερία, αποδοχή. Που έμαθαν να ζουν με το “όχι τώρα”, με το “κάτσε στα αυγά σου”, με το “μην κάνεις φασαρία”. Και κάπου ανάμεσα στις απαγορεύσεις και τις ματαιώσεις, χτίστηκε ένα εσωτερικό ηφαίστειο. Σήμερα, χρόνια μετά, αυτό το ηφαίστειο εκρήγνυται με όλη τη δύναμη των απωθημένων.
Δεν είναι μόνο άντρες. Είναι και γυναίκες. Δεν έχει φύλο η στέρηση, ούτε η ανάγκη για επιβεβαίωση. Είναι μια κοινή ψυχολογική εξίσωση με διαφορετικές εκφάνσεις. Στα σαράντα, στα πενήντα ή και αργότερα, κάποιοι δεν απελευθερώνονται. Εκδικούνται. Δεν ανακουφίζονται. Εκτονώνονται.
Το βλέπεις στο βλέμμα τους. Στο ντύσιμο. Στον τρόπο που μιλούν. Δεν απολαμβάνουν. Καταναλώνουν με μανία. Δεν επικοινωνούν. Επιδεικνύονται. Δεν φλερτάρουν. Διεκδικούν επιβεβαίωση με αγωνία. Δεν ζουν. Αντιδρούν. Μιλούν για ελευθερία, αλλά είναι εγκλωβισμένοι σε μια παλιά έλλειψη που δεν κατάφεραν ποτέ να ξεπεράσουν.
Δεν είναι πρόβλημα ότι κάποιος θέλει να φροντίσει την εμφάνισή του ή να απολαύσει πράγματα που δεν είχε. Το πρόβλημα είναι όταν όλα γίνονται σαν να είναι αργοπορημένη δήλωση ταυτότητας. Όταν η ζωή γίνεται ρεβάνς. Όταν η εσωτερική γαλήνη δίνει τη θέση της σε μια διαρκή προσπάθεια εντυπωσιασμού. Όταν η κάθε επιλογή φωνάζει “τώρα θα με δείτε”. Όταν ο ενήλικος προσπαθεί να αποδείξει κάτι σε ένα κοινό που δεν παρακολουθεί πια.
Αυτό δεν είναι λύτρωση. Είναι βαθιά, υπόγεια ανασφάλεια. Είναι μια μορφή αυτοτιμωρίας που βαφτίζεται πρόοδος. Γιατί όταν δεν έχεις κάνει ειρήνη με το παρελθόν, καταδικάζεις το παρόν και δεν αφήνεις κανένα μέλλον να ανθίσει.
Μπορείς να αναγνωρίσεις τέτοιους ανθρώπους. Ξαφνικά αλλάζουν συμπεριφορά, γίνονται έντονοι, προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, υποτιμούν τους άλλους ή μιλούν σαν να είναι οι μόνοι που ξέρουν. Δεν είναι οι επιλογές τους που τους εκθέτουν, αλλά η υπερβολή με την οποία τις υπερασπίζονται. Ένα εσωτερικό κενό ντύνεται ακριβά και απαιτεί να του φερθούν σαν να είναι θρίαμβος.
Ο πιο θλιβερός άνθρωπος δεν είναι αυτός που απέτυχε να ζήσει κάτι. Είναι αυτός που προσπαθεί να ζήσει ξανά μέσα από την απόδειξη, την κατανάλωση, την εικόνα. Δεν υπάρχει τίποτα αληθινό εκεί. Υπάρχει μόνο φόβος. Φόβος μήπως τελικά δεν ήσουν ποτέ αυτός που ήθελες. Και τώρα προσπαθείς να το σβήσεις με φωνές, φωτογραφίες και υλικά αγαθά.
Ο δρόμος για την ωριμότητα περνάει από τη συγχώρεση του εαυτού. Όχι από την εκδίκηση προς τον παλιό εαυτό. Για να ζήσεις στ’ αλήθεια, πρέπει πρώτα να αποδεχτείς πως όσα έχασες δεν είναι χρέος που οφείλεις να ξεπληρώσεις. Είναι κομμάτι της διαδρομής σου. Και αν έχεις το θάρρος να τα κοιτάξεις χωρίς ντροπή, τότε έχεις πραγματικά ελευθερωθεί.
Δεν σε καθορίζει ποιος ήσουν στα δεκαπέντε σου, ούτε τι δεν είχες στα είκοσι πέντε. Σε καθορίζει ποιος είσαι όταν σταματήσεις να τρέχεις πίσω από αυτόν που νόμιζες ότι έπρεπε να είσαι.
Μόνο τότε δεν θα χρειάζεσαι προσκλήσεις σε πάρτι, ούτε πίστες για να αποδείξεις τίποτα. Θα έχεις βρει το πιο ακριβό πράγμα: την ησυχία σου.
By Βασίλης Παπαστάθης
Διαβάστε επίσης: Ένας άντρας που δεν περνάει χρόνο με την οικογένειά του, δεν είναι αληθινός άντρας