Στις 22 Οκτωβρίου του 1943 γεννήθηκε στο Παρίσι η Κατρίν Ντενέβ, ένα όνομα που έγινε συνώνυμο της κομψότητας, της μυστήριας θηλυκότητας και της αντοχής στον χρόνο. Περισσότερο από έξι δεκαετίες μετά, η Ντενέβ εξακολουθεί να ενσαρκώνει το πρόσωπο του γαλλικού κινηματογράφου όπως λίγοι άλλοι: ψυχρή και φλογερή ταυτόχρονα, πάντα αινιγματική.

Αναδείχθηκε τη δεκαετία του ’60 με τον Ζακ Ντεμί (Les Parapluies de Cherbourg, Les Demoiselles de Rochefort), αλλά ο ρόλος της που την καθιέρωσε ήταν στο Belle de Jour (1967) του Λουί Μαλ – μια ταινία που αποδόμησε τις φαντασιώσεις και τις κοινωνικές συμβάσεις γύρω από τη γυναικεία επιθυμία. Από τότε, η Ντενέβ έγινε κάτι περισσότερο από σταρ: έγινε σύμβολο του “άλλου βλέμματος” πάνω στη γυναίκα, μια παρουσία που συνδύαζε τον ρομαντισμό και την ψυχρή απόσταση.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν συνεργάστηκε με πιο διαφορετικούς δημιουργούς, όπως τον Τριφό (Le Dernier Métro), τον Μπουνιουέλ, τον Ρεγκίς Βαρνιέ (Indochine), μέχρι τον Αρνό Ντεπλεσέν και τον Λαρς φον Τρίερ. Στις ερμηνείες της υπάρχει πάντα μια ισορροπία ανάμεσα στην πειθαρχία και στην ένταση – ένα βλέμμα που κρύβει όσα δεν λέγονται.

Πέρα από την οθόνη, η Ντενέβ υπήρξε και πολιτισμικό σημείο αναφοράς: το πρόσωπο της Marianne, του εθνικού συμβόλου της Γαλλίας, αλλά και φωνή μιας γενιάς που προσπάθησε να συμφιλιώσει την ελευθερία με την παράδοση. Ποτέ δεν υπήρξε “απλώς” σταρ – υπήρξε ιδέα.

Στα 82 της, παραμένει ενεργή και ακούραστη, με πρόσφατες εμφανίσεις στο Bernadette (2023) και νέες ταινίες υπό ανάπτυξη. Αν η Γαλλία είναι η χώρα που ανύψωσε τη γυναίκα σε τέχνη, τότε η Κατρίν Ντενέβ είναι η μορφή που το απέδειξε – σιωπηρά, αμετάκλητα, αληθινά.


Διαβάστε επίσης: Μελίνα Μερκούρη: Η λάμψη που δεν έσβησε ποτέ