Cafe Racer, δύο λέξεις που επεξηγούν μέρος του τι αντιπροσωπεύουν στον ποικιλόμορφο χώρο της μοτοσικλετιστικής κουλτούρας. Εγώ θα σας καταθέσω την προσωπική μου άποψη για να έχετε μια εικόνα, ή τουλάχιστον θα προσπαθήσω.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή η οποία βρίσκεται πίσω στην δεκαετία των 60’s στην Βρετανία. ‘Έντονο χαρακτηριστικό του «στυλ» των Cafe Racer κατασκευών δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια η μοτοσικλέτα, η οποία είναι η απλή μορφή μιας κλασσικής βρετανικής μοτοσικλέτας, εξάλλου υπήρχε πληθώρα εγχώριας βιομηχανίας την εποχή εκείνη συν της άποψης ότι οι Βρετανικές μοτοσικλέτες είχαν χριστεί με τον τίτλο των κορυφαίων μοτοσικλετών παγκοσμίως, άσχετα αν οι Ιάπωνες και κάποιοι άλλοι Ευρωπαίοι αργότερα τους πήραν και τα σώβρακα και τους έμειναν «οι αναμνήσεις» μιας άλλης εποχής.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας. Έπαιρναν λοιπόν τις μοτοσικλέτες παραγωγής, τους άλλαζαν κάποια πράγματα όπως clip-ons, rear sets, solo seat, megaphone exhausts, racing tyres. Από αγγλικά πως τα πάμε;
Λίγες λοιπόν μετατροπές με χαμηλό κόστος (στην αρχή τουλάχιστον) και τους έδιναν και ένα γενικότερα πιο «κακό» look, έτσι κι αλλιώς αυτές οι μοτοσικλέτες ήταν αυτό που λέμε «αντρικές» κατασκευές και δεν είχαν κι άδικο.
Το δεύτερο έντονο χαρακτηριστικό αυτών των κατασκευών είναι οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες η αναβάτες τους αν προτιμάτε. The Ton-Up Boys, ή κάπως έτσι αν θέλουμε να παντρέψουμε το Rock της εποχής με τους δύο τροχούς των Cafe Racer. Το δε όνομα της σύνθετης λέξης Cafe Racer το πήραν από την συνήθεια να στήνουν αυτοσχέδιους αγώνες σε κανονικούς δρόμους κυκλοφορίας ανάμεσα σε δύο καφέ ή μπαρ κατά την διάρκεια ενός μουσικού κομματιού. Άσχετα αν στο πέρασμα του χρόνου τους συναντάμε περισσότερο στην αλάνα των καφέ να επεξηγούν τις όποιες «χειρουργικές» επεμβάσεις έχει υποστεί η μοτοσικλέτα τους παρά να «στήνουν» αγώνες.
Φυσικά το φαινόμενο αυτό εξαπλώθηκε αργότερα και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπως Ιταλία, Γαλλία κ.λ.π . Αν οι Βρετανοί της εποχής των 60’s μπορούσαν να δουν τι κάνουν σήμερα οι Ταϊλανδοί με τα παπιά στους δρόμους θα είχαν κάνει χαρακίρι.
‘Όπως όλα τα πράγματα έτσι και το φαινόμενο των Cafe Racer άρχισε να αλλοιώνεται σιγά-σιγά στο πέρασμα του χρόνου. Το ξαναζούμε όμως έντονα τα τελευταία χρόνια, στην πιο cool μορφή του και ο λόγος είναι ότι αντικειμενικά μιλάμε για όμορφες-κλασσικές μοτοσικλέτες, εξ ολοκλήρου από μέταλλο, όπως συνηθίζεται να λέμε και με «διαχρονική αξία».
Το κλασσικό χειροποίητο Vacheron Constantin δεν θα χάσει την αξία του στο πέρασμα του χρόνου (για όσους ξέρουν από ρολόγια), έτσι και αυτές οι μοτοσικλέτες μαζί με ότι αναβιώνουν από μια άλλη εποχή που μένει στην καρδιά μας.
Βγήκαν λοιπόν νικητές στην μάχη με τον χρόνο και εκθέτουν τα κάλλη τους στον σημερινό κόσμο γιατί απλά μιλάμε για «απλές», «απέριττες» μοτοσικλέτες που παρέχουν την δυνατότητα στον ιδιοκτήτη τους να τις σκαλίζει-επισκευάζει με απλές γνώσεις μηχανολογίας πεζοδρομίου. Ταυτόχρονα δε αναβάτης και μοτοσικλέτα είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές μιας «επανάστασης» ενάντια στην πολυπλοκότητα των ηλεκτρονικών καινοτομιών που προσφέρει ο μοντέρνος-σύγχρονος μοτοσικλετισμός.
Τι λέτε λοιπόν βρίσκουμε δύο Cafe και μερικούς παλιούς δίσκους από βινύλιο να στήσουμε τον δικό μας αγώνα και να περάσουμε μαζί με την παλιό-παρέα μια «αλλιώτικη» Κυριακή…;
Πολύ τα γουστάρω αυτά τα Cafe Racer μηχανάκια…λέτε να γερνάω ή είναι πραγματικά κουκλιά;
Κείμενο: Κώστας Αναγνωστόπουλος
Πηγή:caferacercult.gr