Υπάρχει μια στιγμή στο ελληνικό καλοκαίρι που ο χρόνος επιβραδύνει: όταν βγάζεις τα παπούτσια σου και πατάς ξυπόλυτος στο ζεστό, ημιδροσερό πλακόστρωτο ενός κυκλαδίτικου σοκακιού, όχι σαν τουρίστας που αφέθηκε στην ανεμελιά των διακοπών, αλλά σαν κάτοικος μιας αλλιώτικης αισθητικής. Κι εκεί, ανάμεσα στην πέτρα και το δέρμα, δεν βιώνεις απλώς την ελευθερία – τη φοράς.
Δεν είναι τυχαίο πως στα κυκλαδικά χωριά ή στα δρομάκια της Αστυπάλαιας και της Σύμης, θα δεις ντόπιους να κυκλοφορούν ξυπόλητοι, με μια φυσικότητα που δεν προσποιείται τίποτα. Πρόκειται για μία συνήθεια που γεννήθηκε από τη συμβίωση με το περιβάλλον, η οποία μέσα της κρύβει μια μορφή ανεπιτήδευτης κομψότητας.
Το ξυπόλυτο περπάτημα στα ελληνικά νησιά δεν είναι απλώς ένα αυθόρμητο στιγμιότυπο ανεμελιάς. Είναι μια υποσυνείδητη δήλωση στυλ. Μια επιστροφή στην ουσία, στο απλό, στο ανεπιτήδευτο — και ταυτόχρονα, μια επίκληση στην απόλυτη κομψότητα: αυτή που δεν προσπαθεί, αλλά συμβαίνει.
Ο άντρας που βγαίνει από το δωμάτιο του και περπατά προς το λιμάνι χωρίς παπούτσια, ντυμένος με ένα λινό πουκάμισο ανοιχτό στο στήθος και βλέμμα ήσυχο, δεν είναι ατημέλητος. Είναι ριζωμένος στη στιγμή, απαλλαγμένος από περιττά. Το στυλ του είναι σιωπηλό, αλλά δεν περνά απαρατήρητο.
Υπάρχουν, βέβαια, και αυτοί που θα το δουν σαν άστοχη ελαφρότητα. Ίσως επειδή έχουν συνδέσει την κομψότητα με την αυστηρή παρουσίαση, με το δέρμα των υποδημάτων και τα ραμμένα παντελόνια. Όμως η κομψότητα, αν την ξεγυμνώσεις από τις συμβάσεις της, είναι τελικά ένα είδος ελευθερίας. Και δεν υπάρχει πιο ελεύθερο βήμα από το ξυπόλητο.
Διαβάστε επίσης: Birkenstock: 250 χρόνια άνεσης, καινοτομίας και (τελικά) μόδας