Δεν με κάλεσε. Με διάλεξε.
Ένα απλό μήνυμα στο κινητό, από άγνωστο αριθμό: “Στις 10, στο La Boca Negra. Ζήτα τον Ντιέγκο. Μην αργήσεις.”
Δεν ρώτησα ποιος. Δεν απάντησα καν. Ήξερα πως ό,τι κι αν ήταν, δεν γινόταν να μην πάω. Το La Boca Negra ήταν μια παλιά καντίνα-μπαρ, χαμένη κάπου στα στενά της συνοικίας Λα Μπόκα. Εκεί όπου οι τοίχοι είναι ζωγραφισμένοι με τα χρώματα της Μπόκα Τζούνιορς, τα τζάμια είναι θολά από τα χρόνια, και ο αέρας μυρίζει αρνί στα κάρβουνα, θάλασσα, ιδρώτα και παλιές ιστορίες.
Μπαίνω μέσα. Φώτα χαμηλά. Παλιές καρέκλες, τραπέζια που τρίζουν, κι ένας μπάρμαν με βλέμμα βαρύ, σαν να ήξερε περισσότερα απ’ όσα του επιτρέπεται να πει. Του γνέφω, σχεδόν ντροπαλά. Ψιθυρίζω: “Για τον Ντιέγκο…” . Δεν λέει τίποτα. Απλώς μου δείχνει μια πόρτα στο βάθος. Σπρώχνω και περνάω.
Και τότε τον βλέπω.
Ο Ντιέγκο Μαρανόνα. Μόνος του. Με γυαλιά ηλίου μέσα στη νύχτα, μπλούζα της Αργεντινής, εκείνη του ’86, ένα τεράστιο πούρο στο χέρι, και βλέμμα αμείλικτο αλλά βαθιά ανθρώπινο. Τα μάτια του – μικρά, σκοτεινά, διαπεραστικά – με καρφώνουν. Δεν λέει “γεια”. Λέει μόνο:
“Ήρθες, Μπίλι. Κάτσε. Απόψε θα σου πω αυτά που δεν γράφτηκαν ποτέ.”
Κάθομαι σιγά, σαν να μην θέλω να ταράξω κάτι ιερό. Η φωνή του είναι βραχνή, αργή, με εκείνη τη μουσικότητα των ανθρώπων που έζησαν έντονα. Με κερνάει fernet con coca χωρίς να ρωτήσει – το πίνει σαν νερό. Ανασαίνει βαθιά. Μυρίζω καπνό και μνήμη.
“Ο Θεός δεν ήξερε μπάλα, Μπίλι. Αν ήξερε, δεν θα μου έδινε τόσο ταλέντο μαζί με τόσο βαρύ σταυρό. Ξέρεις τι είναι να παίζεις και να κουβαλάς μια χώρα ολόκληρη στους ώμους σου; Όχι φανέλα. Σημαία.”
Μου μιλάει για το γκολ με το χέρι. Δεν απολογείται. Δεν υπερηφανεύεται. Το λέει με κάτι σαν πίκρα.
«Δεν το έκλεψα. Το πήρα. Για τα παιδιά στη βρωμιά, που είχαν μόνο μια μπάλα κι ένα όνειρο. Για τους φτωχούς που έτρωγαν τα νύχια τους μπροστά στο ραδιόφωνο. Οι Άγγλοι είχαν φρεγάτες. Αυτοί τον Ντιέγκο.”
Κοιτάει προς το πλάι, στο κενό. Σαν να βλέπει ένα γήπεδο που δεν είναι πια εκεί.
“Η Νάπολι… Αχ, η Νάπολι. Εκεί με αγάπησαν χωρίς όρους. Όχι σαν θεό. Σαν δικό τους. Κι εγώ τους έδωσα ό,τι είχα. Τίτλους, χαρές, αίμα σχεδόν.”
Το πούρο του τελειώνει. Ανάβει άλλο. Δεν με ρωτά αν καπνίζω. Δεν με ρωτά τίποτα. Μόνο μιλάει. Μόνο εξομολογείται.
“Με έχτισαν Άγιο, και με γκρέμισαν πρεζάκι. Όλοι τους. Τύποι με κουστούμια που δεν ξέρουν να κοντρολάρουν μπάλα. Όταν έπεσα, χαμογέλασαν. Δεν πειράζει. Εγώ ήμουν ήδη στους δρόμους, πριν μπω στις σουίτες. Ήξερα πως δεν θα κρατήσει.”
Σηκώνεται. Πάει στο πικάπ. Βάζει έναν δίσκο. Παίζει “La mano de Dios”. Ανεβάζει την ένταση και χαμηλώνει τα φώτα. Σαν να μην υπάρχει κανείς άλλος στον κόσμο. Σαν να είμαστε μόνο εμείς και τα λάθη μας.
“Όλοι θυμούνται το γκολ. Κανείς δεν θυμάται πόσο μόνος ήμουν μετά. Κανείς δεν ήξερε πώς είναι να ξυπνάς σε δωμάτια χωρίς όνομα, σε χώρες που δεν μιλούν τη γλώσσα σου. Να κοιτάζεις το ταβάνι και να ακούς φωνές απ’ το παρελθόν – του πατέρα σου, του προπονητή σου, της μάνας σου που έκλαιγε όταν έφευγες.”
Τότε βγάζει από την τσέπη του μια παλιά φωτογραφία. Εκείνος, παιδί, ξυπόλητος, σε μια αυλή με λάσπη και ένα σκισμένο μπαλάκι. Δίπλα ένας άντρας με μουστάκι, με το χέρι στον ώμο του.
“Ο δάσκαλός μου. Πριν τη δόξα. Μου είπε πρόσεχε, Ντιέγκο, η μπάλα ανεβαίνει… αλλά πέφτει με φόρα.”
Με κοιτάζει για πρώτη φορά σαν να με βλέπει.
“Θα γράψεις γι’ αυτό το βράδυ, Μπίλι;”
Σιωπώ. Δεν μπορώ να μιλήσω. Μόνο γνέφω. Εκείνος χαμογελά. Σηκώνεται, με χτυπάει στον ώμο.
“Να πεις την αλήθεια. Κι ας μην με πιστέψει κανείς.”
Βγαίνω. Ο δρόμος είναι ήσυχος. Τα φώτα τρεμοπαίζουν. Το φεγγάρι λοξό. Και τα λόγια του στροβιλίζονται ακόμα στο μυαλό μου σαν κοντρόλ με το εξωτερικό.
Κατεβαίνω τα σκαλιά, ένα-ένα, χωρίς βιασύνη. Δεν θέλω να φύγω από αυτή τη νύχτα. Γιατί ξέρω πως ήταν από εκείνες τις στιγμές που δεν έζησα ποτέ, αλλά θα θυμάμαι για πάντα…
By Βασίλης Παπαστάθης
Διαβάστε επίσης: Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Οι ατάκες που έγραψαν ιστορία (και ζωή)
