Υπάρχουν μέρες —και κάποιες φορές ολόκληρες εποχές— που τίποτα δεν μοιάζει αρκετό. Ο κόσμος γύρω κινείται, οι άνθρωποι κυνηγούν στόχους, γελάνε, κάνουν σχέδια για το καλοκαίρι ή για το μέλλον, κι εσύ βρίσκεσαι εκεί, κάπως στο πλάι, να κοιτάς όλα αυτά με μια περίεργη αποστασιοποίηση. Δεν είναι ακριβώς λύπη. Δεν είναι ούτε θυμός. Είναι περισσότερο μια απουσία. Ένα “δεν με αφορά τίποτα”, που απλώνεται σαν αόρατη κουβέρτα πάνω απ’ τη ζωή σου.
Σε μια κοινωνία που σε μαθαίνει να τρέχεις, να αποδίδεις, να διεκδικείς, η πλήξη μοιάζει ύποπτη. Λες και είναι σημάδι αδυναμίας, έλλειψης πάθους ή ακόμα και τεμπελιάς. Μα η αλήθεια είναι ότι η πλήξη δεν είναι εχθρός. Είναι σήμα. Είναι η ψυχή που, κουρασμένη από το πολύ “πρέπει” και το πολύ “περίμενε”, τραβάει χειρόφρενο. Κι αυτό, αντί να μας τρομάζει, ίσως να είναι ευκαιρία. Όχι απαραίτητα για να αλλάξουμε τη ζωή μας από τη ρίζα, αλλά για να σταματήσουμε και να κοιτάξουμε με ειλικρίνεια. Να ρωτήσουμε τον εαυτό μας όχι “τι με διασκεδάζει”, αλλά “τι με κινεί;”. Όχι “τι με γεμίζει χρόνο”, αλλά “τι με γεμίζει ουσία”.
Όταν βαριέσαι τα πάντα, μπορεί να είναι επειδή όσα κάνεις δεν έχουν πλέον νόημα — ή ίσως ποτέ δεν είχαν. Μπορεί να έχεις ακολουθήσει δρόμους που σε έμαθαν άλλοι, που τους διάλεξες από φόβο ή συνήθεια, και τώρα το μέσα σου να μην αντέχει άλλο την προσποίηση. Η βαρεμάρα, τότε, δεν είναι στασιμότητα αλλά άρνηση. Η ψυχή σου λέει “όχι άλλο”. Και αυτό είναι εντάξει. Είναι απαραίτητο. Είναι το πρώτο βήμα για κάτι πιο αληθινό.
Δεν χρειάζεται να βρεις αμέσως απαντήσεις. Μερικές φορές, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αρχίσεις να παρατηρείς ξανά. Να πηγαίνεις βόλτα χωρίς σκοπό. Να διαβάζεις χωρίς να ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο. Να μένεις σιωπηλός, χωρίς να νιώθεις ενοχή. Μην κυνηγήσεις να γεμίσεις το κενό με φασαρία. Μείνε εκεί για λίγο. Στο τίποτα. Στην ησυχία. Εκεί συχνά εμφανίζεται το πρώτο, μικρό σημάδι. Κάτι που σε κεντρίζει. Κάτι που ίσως είχες ξεχάσει ότι σε ενδιαφέρει. Μια αίσθηση. Μια ιδέα. Μια ανάγκη που δεν είναι δανεική.
Η έξοδος από την πλήξη δεν είναι θεαματική. Δεν μοιάζει με αναγέννηση, μοιάζει περισσότερο με ένα διστακτικό περπάτημα μέσα από την ομίχλη. Αλλά κάθε βήμα μετρά. Και κάποια στιγμή, αν επιμείνεις να είσαι ειλικρινής, η ζωή αρχίζει πάλι να κάνει νόημα — όχι επειδή έγινε πιο ενδιαφέρουσα, αλλά επειδή εσύ έγινες πιο παρών.
Διαβάσετ επίσης: Λόγια που κόβουν σαν ξυράφι (χωρίς να φωνάζεις)