Φούσκα χρηματιστηριακών τιμών είναι μια κατάσταση στην οποία οι τιμές των μετοχών αυξάνονται πάρα πολύ και φτάνουν σε επίπεδα υπερβολικά υψηλά σε σχέση με την θεμελιώδη αξία τους. Υπάρχουν αρκετά ιστορικά παραδείγματα, όπως η φούσκα του South Sea, η οποία συνέβη στην Αγγλία το 1720.

Ο Τζον Μπλαντ φαινόταν να έχει τα πάντα. Ήταν ένας πανέξυπνος χρηματιστής με την μοναδική ικανότητα να κάνει χρυσάφι ότι αγγίζει. Ήταν επίσης προικισμένος με το χάρισμα του λόγου, που χρησιμοποιούσε για να γοητεύει και να χειραγωγεί τον κρατικό μηχανισμό.

Το 1720 ο Μπλαντ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Ήταν διευθυντής στην εξαιρετικά προσοδοφόρα εταιρεία South Sea Co., καθώς και διευθυντής στην επιτυχημένη τράπεζα Hollow Sword Blade Co.

Το Ιανουάριο του 1720, η οικτρή κατάσταση της βρετανικής οικονομίας του κίνησε το ενδιαφέρον. Το εθνικό χρέος ανερχόταν στα 31 εκατομμύρια λίρες, το οποίο ήταν πολύ υψηλότερο από τις προηγούμενες χρονιές, ενώ η κυβέρνηση κατέβαλε δραματικές προσπάθειες για ενα εξοφλεί το ετήσιο επιτόκιο που ανερχόταν σε 1,5 εκατομμύρια λίρες.

Η οικονομική κακοδιαχείριση οφειλόταν κυρίως σε δύο κορυφαία στελέχη της κυβερνησης, στον κόμη Σάντερλαντ και στον κόμη Στανχόουπ, κανείς από τους οποίους δεν είχε εμπειρία στα υψηλά επιπέδου χρηματοοικονομικά. Είχαν μεταβιβάσει την ευθύνη της οικονομικής πολιτικής στον υπουργο Οικονομικών Τζον Έιλάμπι, ο οποίος εκτός από ανίδεος ήταν και εξαιρετικά εύπιστος. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον όταν τον πλησίασε ο Μπλαντ με ένα σχέδιο που είχε καταρτίσει για την σωτηρία της βρετανικής οικονομίας.

Η ιδέα του Μπλαντ ήταν η εταιρεία South Sea να αναλάβει εξ’ ολοκλήρου την χρηματοδότηση του εθνικού χρέους της Βρετανίας. Αυτό θα γινόταν υπό έναν όρο: Για κάθε 100 λίρες χρέους που θα εξαγόραζε η εταιρεία, ο Μπλαντ απαίτησε το δικαίωμα να εκδίδει νέες μετοχές των 100 λιρών στο όνομα της South Sea. Οι νέες αυτές μετοχές θα χρησίμευαν για την εξόφληση των παλαιών. Στα χαρτιά φαινόταν ένας αρκετά απλός διακανονισμός ανταλλαγής κακού προιόντος με καλό προιόν. Αν κάποιος είχε στην κατοχή του τα “κακά” κρατικά ομόλογα αξίας 1.200 λιρών και επιθυμούσε να τα μετατρέψει σε μετοχές της South Sea, η εταιρεία θα αντάλλασσε τα “άχρηστα” ομόλογα με 12 νέες μετοχές αξίας 100 λιρών η κάθεμια.

Το σχέδιο του Μπλαντ προφανώς δεν ήταν να σώσει την εθνική οικονομία, αλλά ένας τρόπος για να βγάλει πολλά χρήματα. Κατάλαβε ότι θα μπορούσε να ανατιμήσει την αξία κάθε μετοχής της South Sea προς τα πάνω π.χ. στις 300 λίρες/μετοχή. Τότε, η εταιρεία θα έδινε στον μέτοχο μόνο 4 μετοχές αφού η συνολική αξία των μετοχών θα ισούταν με 1.200 λίρες. Ο ίδιος ο Μπλαντ διατηρούσε στην κατοχή του τις υπόλοιπες 8 μετοχές, τις οποίες θα πωλούσε στην συνέχεια έναντι 300 λιρών την κάθεμια, εισπράτοντας έτσι το ποσό των 2.400 λιρών. Έτσι με μια απλή συναλλαγή θα αποκόμιζε τεράστιο κέρδος.

Ο υπουργός Ειλάμπι εντυπωσιάστηκε με την απλότητα του προτεινόμενου οικονομικού πακέτου. Μπορεί ο Μπλαντ να πλούτιζε, παράλληλα όμως ο ίδιος θα καρπωνόταν τα εύσημα για την εξάλειψη του βαρύτατου εθνικού χρέους της χώρας.

Ο Ειλάμπι παρουσίασε την ιδέα στα μέλη του κοινοβουλίου που γνώριζαν πολύ καλά τις επιδόσεις του Μπλαντ στην χειραγώγηση των αγορών. Σχεδόν κανείς δεν αμφέβαλλε για την ικανότητα του να “φουσκώσει” την αξία των μετοχών της South Sea.

Ύστερα από σύντομη συζήτηση από το βήμα της βουλής, οι υπουργοί ψήφισαν τελικά υπέρ της υποστήριξης του σχεδίου του Μπλαντ. Ήταν μια ιστορική απόφαση για το κοινοβούλιο και για την χώρα. Από εκείνη την στιγμή η οικονομία της Βρετανίας θα βρισκόταν στα χέρια ενός πανούργου χρηματιστή με αμφίβολο παρελθόν.

Στην πρόταση του Μπλαντ ωστόσο, υπήρχε ένα πολύ σοβαρό μειονέκτημα: Στηριζόταν αποκλειστικά στην ικανότητα του να διογκώσει την αγοραστική αξία των μετοχών της South Sea και να την διατηρήσει υψηλή. Σε αντίθεση με προηγούμενο σχέδιο στη Γαλλία, το οποίο βασιζόταν σε εκτάσεις γης στη Λουιζιάνα, το σχέδιο του Μπλαντ δεν είχε καμία άλλη βάση πέραν του κύρους της South Sea και του γεγονότος ότι πρόεδρος της ήταν ο Βασιλιάς.

Ο Μπλαντ ήταν αρκετά διορατικός και είχε συνειδητοποιήσει ότι για την επιτυχία του πακέτου χρειαζόταν την τονωτική “ένεση” της δημοσιότητας, ένα πεδίο στο οποίο διέπρεπε. Δωροδόκησε υπουργούς για να ξεκινήσουν την διαδικασία επενδύοντας πρώτοι δικά τους χρήματα στο εγχείρημα. Δεν άργησαν να ακολουθήσουν έμποροι και χρηματιστές, οι οποίοι δαπάνησαν τεράστια χρηματικά ποσά στις νεοεκδοθείσες μετοχές.

Ο ίδιος ο Βασιλιάς μπήκε ορμητικά στο παιχνίδι της αγοράς μετοχών και μέσα σε λίγες εβδομάδες αποκόμισε κέρδη 86.000 λιρών από την επένδυση του. Έσπευσε δε να χρίσει τον Μπλαντ ιππότη, σε αναγνώριση του οικονομικού δαιμονίου του. Η ζήτηση για τις μετοχές της εταιρείας εκτοξεύτηκε στα ύψη και ο Μπλαντ έγινε το πιο αναγνωρίσιμο πρόσωπο στη χώρα. Όπως ανέφερε ο Ειλάμπι, το βλέμμα όλου του κόσμου δεν ήταν στραμμένο στους κορυφαίους υπουργούς της κυβέρνησης, αλλά σε αυτό τον “μάγο” της οικονομίας.

Η κερδοσκοπική υστερία κράτησε 8 μήνες, και σύντομα μπήκαν στον χορό άνθρωποι από όλα τα πλάτη και μήκη της χώρας. Μέχρι και η φτωχότερη εργατική τάξη επένδυσε στο πρόγραμμα του Μπλαντ, καθώς η τιμή των μετοχών ξεπέρασε κάθε προσδοκία, φτάνοντας τις 1.000 λίρες το καλοκαίρι του 1720.

Και τότε η “φούσκα” έσκασε. Η τιμή της μετοχής καταποντίστηκε όταν σημειώθηκε μια ξαφνική κρίση εμπιστοσύνης. Ο κόσμος κατάλαβε ότι οι επενδύσεις του Μπλαντ ήταν εντελώς “κούφιες”. Δεν υπήρχαν τα χρήματα για να υποστηρίξουν τις μετοχές, για την ακρίβεια δεν υπήρχε τίποτα πέρα από άχρηστα χαρτιά.

Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών η εταιρεία έκανε το “μπαμ” και χιλιάδες οικογένειες έχασαν τις αποταμιεύσεις μιας ζωής. Ακόμα και ο Ισαάκ Νεύτων είχε αγοράσει πάρα πολλές μετοχές βλέποντας τις συνεχείς ανατιμήσεις τους. Έχασε το αστρονομικό για την εποχή ποσό των 20.000 λιρών.

Ο Μπλαντ βλέποντας την κρίση που είχε δημιουργήσει το έβαλε στα πόδια. Αναζήτησε καταφύγιο στο Κεντ και παρέμεινε κρυμμένος εκεί, ώσπου εντοπίστηκε και διατάχθηκε να επιστρέψει στο Λονδίνο. Τα περουσιακά του στοιχεία κατασχέθηκαν και ο ίδιος εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα ντροπιασμένος.

Ο γιος του, ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους που είχαν καταφέρει να διατηρήσουν την περιουσία που είχαν δημιουργήσει από την τεχνητή “φούσκα”, του παραχώρησε ένα σπίτι και ένα γενναιόδωρο επίδομα για την υπόλοιπη ζωή του.

Διαβάστε επίσης: Μέσα στο ξενοδοχείο που ξέσπασε το μεγαλύτερο σκάνδαλο της Αμερικής