Υπάρχουν μέρες που τα ρούχα δεν είναι απλώς ρούχα. Είναι δηλώσεις, μικρές σιωπηλές προτάσεις που το σώμα κάνει προς τον κόσμο. Μετά από μια απώλεια, πολλοί στρεφόμαστε στο μαύρο. Όχι γιατί μας το υπαγορεύει μια κοινωνική σύμβαση, αλλά γιατί μοιάζει να είναι το μόνο χρώμα που δεν μας προδίδει.
Το μαύρο δεν προσπαθεί να κρύψει τον πόνο, τον περιβάλλει.
Στις περισσότερες κουλτούρες, το μαύρο συνδέθηκε με το πένθος. Όμως δεν είναι μόνο το χρώμα του τέλους, είναι και το χρώμα της συγκράτησης. Της προσπάθειας να σταθείς όρθιος όταν όλα γύρω μοιάζουν να διαλύονται. Είναι το ύφασμα που σου επιτρέπει να είσαι “εκεί” χωρίς να χρειάζεται να εξηγείς τίποτα.
Φοράς μαύρα γιατί δεν θέλεις να τραβήξεις βλέμματα, αλλά και γιατί δεν θέλεις να σε κοιτούν όπως πριν. Είσαι το ίδιο πρόσωπο, αλλά όχι πια ο ίδιος άνθρωπος.
Υπάρχει μια παράξενη άνεση στο μαύρο. Είναι σαν ένα δωμάτιο χωρίς καθρέφτες· μπορείς να υπάρξεις μέσα του χωρίς να χρειάζεται να βλέπεις τον εαυτό σου. Και ίσως αυτό να είναι το ζητούμενο μετά από μια απώλεια: να επιτρέψεις λίγο χρόνο στο σκοτάδι να σε κρατήσει.
Το μαύρο γίνεται χώρος μετάβασης – από το πριν στο μετά. Είναι ένας τρόπος να δηλώσεις: “Είμαι ακόμη εδώ, αλλά κάτι μέσα μου λείπει.”
Κάποτε, το να φοράς μαύρα ήταν υποχρέωση. Σήμερα, είναι επιλογή. Όταν λοιπόν κάποιος επιλέγει το μαύρο, δεν το κάνει για να «υποδυθεί» τον θρήνο, αλλά για να τον τιμήσει με τρόπο εσωτερικό. Το ρούχο γίνεται μνήμη. Και κάθε μέρα που το φοράς, θυμάσαι όχι μόνο την απώλεια, αλλά και τη δύναμη να συνεχίζεις.
Το μαύρο δεν είναι χρώμα παραίτησης. Είναι χρώμα σεβασμού. Προς αυτό που χάθηκε – αλλά και προς αυτό που μένει.
By Βασίλης Παπαστάθης
Διαβάστε επίσης: Η αυτοκρατορία του κροκόδειλου