Από την πόλη στο χωριό ή, πιο σωστά, από τον θόρυβο στην ησυχία. Από τα φώτα των δρόμων στις σκιές των δέντρων. Από τα σούπερ μάρκετ στα καλάθια του κήπου. Η ιδέα ακούγεται ρομαντική, σχεδόν σαν επιστροφή σε έναν χαμένο παράδεισο. Και ίσως είναι, αλλά μόνο αν τη δεις με καθαρή ματιά.
Η μετάβαση από την πόλη στο χωριό μοιάζει απλή: πουλάς ή νοικιάζεις το διαμέρισμα σου, βρίσκεις ένα σπίτι με λίγο χώμα γύρω του, φυτεύεις ντομάτες, βάζεις δυο κότες να τριγυρνούν, κι έπειτα αρχίζεις να ζεις “απλά”. Όμως η απλότητα, όπως ανακαλύπτει γρήγορα όποιος τολμήσει, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Θέλει κόπο, χρόνο, και κυρίως, απομάκρυνση από τη νοοτροπία της πόλης που έχει μάθει τα πάντα έτοιμα.
Η πρώτη αναμέτρηση έρχεται με τη σιωπή. Στην αρχή σε γοητεύει, ύστερα, σε προκαλεί. Δεν υπάρχει συνεχές βουητό, δεν υπάρχουν άνθρωποι να τρέχουν γύρω σου. Μόνο ο αέρας, ο σκύλος σου και ο ήχος των φύλλων. Αν δεν αντέχεις να μείνεις λίγο μόνος με τον εαυτό σου, το χωριό μπορεί να σε κάνει να νιώσεις χαμένος. Αν όμως σταθείς, αν μάθεις να ακούς αυτή τη σιωπή, τότε αρχίζεις να καταλαβαίνεις την αληθινή πολυτέλεια: τον χρόνο που κυλάει χωρίς να σε κυνηγά.
Μετά έρχεται η γη. Δεν είναι όπως στις φωτογραφίες του Instagram, καθώς δεν αρκεί να φυτέψεις για να μεγαλώσει. Το χώμα έχει τους δικούς του ρυθμούς, τις ιδιοτροπίες του, τις εποχές του. Θα μάθεις ότι η βροχή μπορεί να είναι φίλη και εχθρός, ότι οι κότες δεν τρώνε πάντα ό,τι τους δώσεις, ότι ένα μικρό θερμοκήπιο χρειάζεται φροντίδα σχεδόν καθημερινά. Κάθε αποτυχία όμως έχει κάτι το γλυκό: βλέπεις ότι η ζωή δεν είναι “παραγωγή”, αλλά σχέση.
Κι ύστερα είναι οι άνθρωποι. Στην πόλη μπορείς να περάσεις χρόνια χωρίς να ξέρεις ποιος μένει δίπλα σου. Στο χωριό, όλοι ξέρουν ποιος είσαι πριν προλάβεις να συστηθείς. Μερικοί θα σε κοιτάξουν με καχυποψία, άλλοι θα σου φέρουν αυγά ή ρίγανη. Η κοινωνικότητα εδώ είναι αλλιώτικη, πιο ωμή, αλλά και πιο ειλικρινής. Σιγά-σιγά θα καταλάβεις πως το να ανήκεις κάπου δεν έχει να κάνει με την καταγωγή, αλλά με τη διάθεση να προσφέρεις και να μάθεις.
Η μετάβαση λοιπόν δεν είναι δύσκολη τεχνικά, αλλά δύσκολη ψυχολογικά. Δεν χρειάζεσαι πολλά χρήματα ούτε εξοπλισμούς, αλλά διάθεση να μάθεις ξανά βασικά πράγματα: να ανάψεις φωτιά, να φυτέψεις, να φτιάξεις, να περιμένεις. Η υπομονή γίνεται εργαλείο, η αυτάρκεια φιλοσοφία.
Και τότε, ένα πρωί, ανοίγεις την πόρτα, μυρίζεις το χώμα, ακούς τα πουλιά και συνειδητοποιείς ότι έχεις αλλάξει χωρίς να το καταλάβεις. Δεν έφυγες από την πόλη για να απομονωθείς· έφυγες για να ξανασυνδεθείς. Με τον κόσμο, με τους ανθρώπους, και, τελικά, με τον εαυτό σου.
Ίσως λοιπόν η μετάβαση από την πόλη στο χωριό να μην είναι τόσο εύκολη. Αλλά αξίζει, γιατί κάθε δυσκολία της είναι αληθινή και κάθε μικρή επιτυχία της, βαθιά ανθρώπινη.
Διαβάστε επίσης: Τζον Λε Καρέ: Ο άνθρωπος που έκανε την κατασκοπεία τέχνη
