Το 1976, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα γυρίζει στις Φιλιππίνες το “Αποκάλυψη Τώρα”, την ταινία που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς κατάφερε να δείξει τα όρια της κινηματογραφικής τέχνης.
Η εικόνα μιας ζούγκλας παραδομένης στην παραφροσύνη και στον θάνατο. “This is the end”, τραγουδούν οι Doors και η τελετουργική, απόκοσμη μουσική, δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής: Βρισκόμαστε στον πάτο του κόσμου, στην καρδιά του σκότους. Βιετνάμ, 1968.
Παρά τις τεράστιες δυσκολίες η ταινία ολοκληρώνεται τον Μάιο του 1979, προβάλλεται στις Κάννες, και αποσπά τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ ήταν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ταινίας και για Χρυσή Σφαίρα για καλύτερη ταινία – δράμα. 22 χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 2001, η ταινία επαναπροβάλλεται στις Κάννες με νέο μοντάζ, κατά 53 λεπτά μεγαλύτερη. Διαρκεί τρεισήμισι ώρες και καθηλώνει και πάλι. Τώρα, 43 χρόνια αργότερα τα ακροατήρια εξακολουθούν να γοητεύονται από την παραγωγή του Κόπολα. Ο Κόπολα επιβεβαιώνει τη ρήση ότι οι μεγάλες δημιουργίες μοιάζουν με το καλό, ακριβό κρασί.
Εδώ είναι μερικά πράγματα που ίσως δεν γνωρίζετε για το “Αποκάλυψη Τώρα” – μια ταινία που σχεδόν δεν πρόκειται ποτέ να είχε γυριστεί, και μια ταινία στην οποία το cast των ηθοποιών και το πλήρωμα της, σχεδόν “χάθηκαν” για πάντα στη διαδικασία.
Ο Μάρλον Μπράντο έφτασε στο σκηνικό όπου θα διαδραματιζόταν η ταινία με καθυστέρηση, ήταν μεθυσμένος και με αρκετά επιπλέον κιλά. (Ο Τενεσί Ουίλιαμς αστειευόμενος είπε κάποτε ότι ο Μπράντο σαφώς πληρωνόταν με το κιλό). Παραδέχτηκε ότι δεν είχε διαβάσει το σενάριο ή το μυθιστόρημα του Joseph Conrad, Heart of Darkness, που ενέπνευσε την ιστορία. Απείλησε πολλές φορές να εγκαταλείψει την ταινία και διαφωνούσε συχνά με τον Κόπολα όσον αφορά το σενάριο, το οποίο αρνήθηκε να εκτελέσει (και έπρεπε να ξαναγραφεί εξαιτίας του βάρους του ηθοποιού). Ο Κόπολα συμφώνησε τελικά να αφήσει τον Μπράντο να κάνει την σκηνή του, κινηματογραφώντας τον στην σκιά και εστιάζοντας στο πρόσωπο του ηθοποιού. Ένας ντουμπλέρ χρησιμοποιήθηκε για τις ολόσωμες σκηνές του Μπράντο.
Ο Κόπολα διάβαζε το Heart of Darkness δυνατά στο Μπράντο για αρκετές μέρες, αφήνοντας το cast και το πλήρωμα των 900 ατόμων εντελώς “παγιδευμένο”.
Ο Μάρλον Μπράντο ωστόσο αυτοσχεδίασε αρκετά στους διαλόγους του συνταγματάρχη Κουρτς:
Δεν υπήρχε ακόμα το σωστό σενάριο και έτσι, για τις κρίσιμες σκηνές όπου ο λοχαγός Γουίλαρντ αντιμετωπίζει και σκοτώνει τον Κουρτς, ο Μάρλον Μπράντο εφηύρε τις δικές του ατάκες, τι οποίες μουρμούρισε με αυτόν τον ασυνάρτητο αλλά αδιαμφισβήτητο τρόπο αλα Μπράντο. Τελικά, έχοντας βάλει την καρδιά και την ψυχή του στην ερμηνεία, ο Μπράντο στέγνωσε. «Φράνσις, έχω πάει τόσο μακριά όσο μπορώ να πάω», είπε στον σκηνοθέτη. «Αν χρειάζεσαι περισσότερα, πάρε έναν άλλο ηθοποιό.» Δεν ήταν απαραίτητο. Η εξαιρετική επεξεργασία έκανε τη δουλειά καθώς τα 18 λεπτά της σκηνής κόπηκε σε δύο. Το αποτέλεσμα ήταν μια ηλεκτρισμένη σκηνή. «The Horor! The Horor!» είναι οι τελευταίες λέξεις που προφέρει ο συνταγματάρχης Κουρτς λίγο πριν πέσει νεκρός από το χέρι του λοχαγού Γουίλαρντ. Ενέπνευσαν τόσο τα ισχυρά θέματα του φιλμ σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά και τον εφιάλτη του τρόπου με τον οποίο είχε γίνει.
Ο ρόλος του λοχαγός Γουίλαρντ, που παίχτηκε από τον Μάρτιν Σιν, προσφέρθηκε αρχικά στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον Τζακ Νίκολσον, τον Στιβ ΜακΚουίν και τον Αλ Πατσίνο. Όλοι αρνήθηκαν στον Κόπολα.
Ο Κόπολα προσέλαβε τον Χάρβεϊ Καϊτέλ για το ρόλο του Γουίλαρντ, αλλά ο ηθοποιός τελικά απολύθηκε.
Απογοητευμένος από την έλλειψη οικονομικής υποστήριξης για την ταινία πριν από τα γυρίσματα, ο Κόπολα έριξε πέντε από τα Όσκαρ του από το παράθυρο.
Ο Κόπολα έβαλε 30 εκατομμύρια δολάρια από τα δικά του χρήματα για να κάνει την ταινία, υπογράφοντας υποθήκη για όλα όσα του ανήκουν.
Ο τίτλος της ταινίας δεν αναφέρεται ποτέ στην ταινία, αλλά εμφανίζεται στο παρασκήνιο ως γκράφιτι: “Our Motto Apocalypse Now”.
Η ταινία έπρεπε να διαρκέσει έξι εβδομάδες, αλλά διήρκεσε 16 μήνες λόγω επιπλοκών – συμπεριλαμβανομένου ενός τυφώνα, που είχε να εμφανιστεί 40 χρόνια στο Αρχιπέλαγος των Φιλιππίνων, καταστρέφοντας τα πάντα (το σκηνικό κτίστηκε εξαρχής). Του Κόπολα του πήρε τρία χρόνια για να επεξεργαστεί το βίντεο.
Δίπλα στις φυσικές καταστροφές, μια καρδιακή προσβολή του Μάρτιν Σιν, τον κρατάει μερικές εβδομάδες στο νοσοκομείο. Για να αποφευχθεί η δυσφήμιση και οι πιθανές οικονομικές αντιδράσεις, η “εξάντληση λόγω υψηλών θερμοκρασιών” δόθηκε ως ο λόγος για τη νοσηλεία του Σιν. Ο Κόπολα κατηγόρησε τον εαυτό του για την καρδιακή προσβολή του Σιν και είχε μια επιληπτική κρίση. Όταν ο Σιν επέστρεψε τελικά, είπε: “Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω μέσα από αυτό”. Ο Κόπολα απείλησε αρκετές φορές να αυτοκτονήσει κατά την παραγωγή της ταινίας.
Ο γνωστός παραγωγός ταινιών Ρότζερ Κόρμαν, ήταν αυτός ο οποίος βοήθησε τον Κόπολα στο ξεκίνημα του στον κινηματογράφο. Όταν ο σκηνοθέτης ζήτησε απο τον Κόρμαν να του δώσει την συμβουλή για την ταινία που πρόκειται να γυρίσει στις Φιλιππίνες, ο Κόρμαν του είπε: “Μην πας”.
Τα νεκρά σώματα που εμφανίζονται στην ταινία (ήταν σχεδόν πραγματικά πτώματα):
Τα νεκρά σώματα που έφεραν στο σκηνικό ήταν μια άλλη ένδειξη των θολών άκρων ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα. Το προπύργιο της ζούγκλας του Κουρτς είναι μια κόλαση μεσαιωνικής βαρβαρότητας, γεμάτη με τα κρανία και τα ερείπια των εχθρών που είχαν σφαγεί στον προσωπικό του πόλεμο ενάντια στους Vietcong. Αλλά ένας υπερβολικά ενθουσιώδης manager αποφάσισε ότι τα ανδρείκελα δεν ήταν καλά γι ‘αυτό τον σκοπό. Ήθελε πραγματικά σώματα να βρίσκονται στο έδαφος και να κρέμονται απο τα δέντρα «για να δώσουν την πραγματική ατμόσφαιρα». Ένας άνδρας που προμήθευε πτώματα σε ιατρικές σχολές προσλήφθηκε για να προμηθεύσει νεκρά σώματα – μέχρι που ο τρομαγμένος ανώτερος υπάλληλος της παραγωγής συνειδητοποίησε τι συνέβαινε. Ο αποτρόπαιος προμηθευτής, όπως αποδείχθηκε, βυθιζόταν στην νύχτα, ληστεύοντας τάφους. Η τοπική αστυνομία εμφανίστηκε στο σκηνικό της ταινίας για να διερευνήσει το γεγονός. Τα διαβατήρια της ομάδας παραγωγής προσωρινά κατασχέθηκαν και ένα φορτηγό στρατού έφτασε για να μεταφέρει τα σώματα. Μετά από αυτό, η αυθεντικότητα έπρεπε να βασίζεται στην άσχημη μυρωδιά των σκουπιδιών και στους πραγματικούς αρουραίους.
Όλοι άρχισαν να αισθάνονται εκτός ελέγχου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων εξαιτίας του άγχους και των συνθηκών. Τα ναρκωτικά και τα πάρτι ήταν ένα κοινό φαινόμενο:
Ο ηθοποιός Σαμ Μπότομς ομολογεί ότι ήταν “φτιαγμένος” απο LSD, χόρτο ή speed κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου μέρους των γυρισμάτων. (“Ήμασταν κακά αγόρια.”) Ο Μάρτιν Σιν αναφέρθηκε στην «χαοτική» εσωτερική του κατάσταση κατά τη διάρκεια της λήψης των κινηματογραφικών στιγμιότυπων στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και πώς ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν συνειδητοποίησε καν ότι είχε χτυπήσει έναν καθρέφτη, κόβοντας το χέρι του.
Ο Κόπολα παραδέχτηκε αργότερα: “Η ταινία μου δεν αφορά το Βιετνάμ. Είναι το Βιετνάμ. Ο τρόπος που το καταφέραμε είναι ο τρόπος με τον οποίο οι Αμερικανοί βρισκόταν στο Βιετνάμ. Είχαμε πάρα πολλά χρήματα, πάρα πολύ εξοπλισμό και σιγά σιγά γίναμε όλοι τρελοί.”
Ο σεναριογράφος Τζον Μίλιους, ήταν πεπεισμένος ότι η διάσημη ατάκα του “Μου αρέσει η μυρωδιά του ναπάλμ το πρωί” που ο στρατηγός Κίλγκορ (Ρόμπερτ Ντιβάλ) εκμυστηρεύεται και ορμά με τα ελικόπτερα για να ισοπεδώσει δάση και ανθρώπους, ήταν πολύ πιο πάνω από την κορυφή για να μην μείνει στο σενάριο. Έγινε μια από τις πιο θρυλικές ατάκες του σεναρίου.
Ένας εμφύλιος πόλεμος στη χώρα ακινητοποιεί για μέρες την παραγωγή, όπου ο Πρόεδρος Μάρκος των Φιλιππίνων ζήτησε να πάρει πίσω τα ελικόπτερα που είχε δανείσει στον Κόπολα για τις ανάγκες της ταινίας, προκειμένου να επιτεθεί σε αντάρτες σε ένα άλλο νησί.
Ο ρόλος του Μπράντο, ως συνταγματάρχης Κουρτς, παραλίγο να δοθεί στον Όρσον Γουέλς, ο οποίος ήταν η πρώτη επιλογή του Κόπολα.
Η σκηνή της σφαγής των βουβαλιών στην ταινία ήταν (δυστυχώς) πραγματική.
Στο νέο μοντάζ ο Κόπολα είχε προσθέσει μια ολόκληρη σκηνή, γνωστή ως «Γαλλική φυτεία». Ο Γουίλαρντ ανακαλύπτει στη ζούγκλα εγκατεστημένους Γάλλους αποίκους, ιδιοκτήτες φυτειών. Αμερικανοί εισβολείς και Γάλλοι άποικοι κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και απολαμβάνουν ένα πολυτελές δείπνο, γαλλικής γευσιγνωσίας και αστικού τελετουργικού, εκεί στη μέση του πουθενά. Είναι η στιγμή για τον ίδιο τον Κόπολα να διατυπώσει την άποψή του για τον πόλεμο: «Εμείς δεν μπορούμε να επιστρέψουμε πουθενά. Κατοικούμε εδώ τα τελευταία 70 τελευταία», λέει στον Γουίλαρντ ο Γάλλος…. «Εσείς είστε εδώ για το τίποτα. Για το μεγαλύτερο τίποτα της Ιστορίας».
Ο Κόπολα άλλαξε το τέλος της ταινίας. Ο Κουρτς, στο σκοτεινό βασίλειο του, πέφτει νεκρός από τον Γουίλαρντ, σύμφωνα με τις επιταγές των μυστικών υπηρεσιών. Ανάμεσα σε κάποια χαρτιά, όμως, που σκορπίζει ο άνεμος, αποκαλύπτεται ένα παλαιότερο έγγραφο της CIA. Απευθύνεται στον Κουρτς και του ζητάει να ισοπεδώσει κάθε ίχνος ζωής στην Καμπότζη. Ο Κουρτς δεν υπάκουσε. Η εντολή εκείνη, δεν εξετελέσθη.
Διαβάστε επίσης: Οι 15 καλύτερες ταινίες εκδίκησης όλων των εποχών