Δεν ξέρουμε αν ήταν ο Χάουαρντ Στερν της Ελλάδας, ωστόσο ήταν ένας εκκεντρικός άντρας και μία ιδιαίτερη προσωπικότητα που δεν φοβόταν να πει την γνώμη του.

Ο λόγος φυσικά για τον Κωνσταντίνο Τζούμα, μία από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες της Αθήνας, ο οποίος έφυγε από την ζωή στα 78 του χρόνια μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο, προκαλώντας θλίψη σε όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο, αλλά πολύ περισσότερο σε όσους έκανε παρέα μέσω της συχνότητας του Εν Λευκώ, του ραδιοφωνικού σταθμού του οποίου αποτέλεσε “σημαία”.

Αν και οι απόψεις του έχουν επικριθεί από το κοινό, αλλά και από τον ίδιο τον ραδιοφωνικό σταθμό, ο ίδιος δεν ανακάλεσε τίποτα, ισχυριζόμενος πως είναι ένας άνθρωπος που κάνει χιούμορ, το οποίο άλλες φορές είναι πολύ πετυχημένο, και άλλες φορές αφόρητο.

Όπως και να ‘χει, είτε συμφωνούσατε μαζί του, είτε όχι, ήταν ένας τύπος που έδειχνε ότι δεν είχε τίποτα να χάσει όταν άνοιγε το στόμα του, και για να πούμε την αλήθεια ήταν ένας άνθρωπος που δε αποζητούσε την αποδοχή.

Πάρα πολύς κόσμος νόμιζε ότι δεν θα μπορέσω να σταθώ στα πόδια μου. Μου λέγανε οι πιο παλιοί, που με αντιμετώπιζαν με πολλή συμπάθεια, “θα αντέξεις βρε παιδί μου; Είναι πολύ ελεύθερο αυτό που προτείνεις σαν ύπαρξη”. Κι εγώ είχα πάντα την εντύπωση ότι είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί με την έννοια ότι υπάρχει χώρος για όλους. Εξαρτάται τι χορό χορεύεις και τι τραγούδια τραγουδάς. Ο καθένας χορεύει και τραγουδάει τα δικά του, δεν είναι υποχρεωτικό να τραγουδάμε όλοι τα ίδια. Αν πραγματικά αυτό που κάνεις είναι ο δικός σου χορός και το δικό σου τραγούδι, υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι έτοιμοι να δώσουν χέρι και να μπούνε κι αυτοί μες στο χορό.» – Από συνέντευξη του Κωνσταντίνου Τζούμα στον Παναγιώτη Ευαγγελίδη για το περιοδικό «10%» – τεύχος 10, Ιούνιος-Ιούλιος 2005

Η vintage ραδιοφωνική προσωπικότητα, όπως αποκαλούσε ο Εν Λευκώ, γεννήθηκε το 1944 στον Πειραιά και μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και την Αθήνα με επιδόσεις στη βιβλιοφαγία, στους κλασικούς μυθιστοριογράφους, στον κλασικό αθλητισμό, στο πινγκ-πονγκ, στο μπιλιάρδο και στο ροκ εντ ρολ (όπως γράφει στο βιογραφικό που συνοδεύει τα βιβλία του). Απέφυγε τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και προτίμησε τη δράση των δρόμων, των καφέ και των ταξιδιών. Στα 15 του έχασε τη μητέρα του και στα 18 του ξεκίνησε να σπουδάζει ηθοποιός στη Σχολή Θεοδοσιάδη. Ενώ παρακολουθούσε μαθήματα χορού στη σχολή της Ζουζούς Νικολούδη, αρχές δεκαετίας του ’70 εγκαταστάθηκε στην Νέα Υόρκη με σκοπό να γίνει χορευτής. Στη Νέα Υόρκη έμαθε να επιβιώνει χωρίς να το κάνει θέμα και εγκατέλειψε το χορό, γιατί «βαριά η καλογερική». Επαιξε στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.

Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε στις ταινίες: “Γλυκιά Συμμορία”, “Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα”, “Ελευθέριος Βενιζέλος 1910 – 1927”, “Ακροπόλ”, “Οι απέναντ”ι, “Ρεμπέτικο”, “Happy day” και “Ο δράκουλας των Εξαρχείων”. Στο θέατρο έχει πρωταγωνιστήσει σε έργα όπως “Περιμένοντας τον Γκοντό”, “Ο φίλος μου ο Λευτεράκης”, “Εγώ δεν…” και “Κ. Π. Καβάφης Αυτοβιογραφούμενος”. Στην τηλεόραση είχε κάνει guest εμφανίσεις στις σειρές: “Οι Απαράδεκτοι”, “Οι Τρεις Χάριτες”, “Οι Μεν και οι Δεν” και “Δύο Ξένοι”.

Εξέδωσε τρία αυτοβιογραφικά βιβλία με τους τίτλους “Ως εκ θαύματος”, “Complete Unknown” και “Πανωλεθρίαμβος”.

Είχε πει χαρακτηριστικά σχολιάζοντας τον εαυτό του: “Το δήθεν εμπεριέχει μια παράσταση. Δίνεις μια παράσταση για τους άλλους, για να δείξεις ότι είσαι κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις ότι είσαι, γιατί δεν αντέχεις αυτό που είσαι. Πάρα πολλά όμορφα πράγματα, όμως, ξεκίνησαν από κάτι δήθεν, για να καταλήξουν σε κάτι ουσιαστικό.”


Διαβάστε επίσης: Φρανκ Σινάτρα: 15 ατάκες από τον άντρα που “ρούφηξε” την ζωή!