Αθλητής, καλλιτέχνης, σκηνοθέτης, gentleman και playboy, ο Γκούντερ Σακς ήταν από τους τελευταίους αναζητητές της απόλαυσης την χρυσή εποχή. Ήταν εγγονός του ιδρυτή του γίγαντα της Γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας Opel και έγινε διάσημος ως playboy μετά το γάμο του με την τρίτη κατά σειρά σύζυγό του Μπριζίτ Μπαρντό.
O όρος “playboy” που έχει χρησιμοποιηθεί και κακοποιηθεί για σχεδόν έναν αιώνα τώρα, στην κλασική του έννοια ισχύει μόνο για έναν πολύ επιλεγμένο αριθμό ανδρών, μια χρυσή γενιά. Μερικοί ήταν πρίγκιπες, ένας ήταν πρόεδρος και τουλάχιστον δύο ήταν αστέρες του κινηματογράφου. Οι περισσότεροι ήταν άντρες με σχετικά ταπεινό υπόβαθρο που είχαν το χάρισμα και το savoir-faire να ξεχωρίζουν. Ένας από αυτούς ήταν ο και ο Γερμανός δισεκατομμυριούχος Γκούντερ Σακς, ο οποίος μπόρεσε τελικά να τους ορίσει όλους.
“Playboy, εγώ;” ρώτησε κάποτε ο Σακς έναν αλαζονικό δημοσιογράφο, και συνέχισε λέγοντας “θα προτιμούσα να αποκαλώ τον εαυτό μου έναν gentleman.” Παρόλο που καυχιόταν ότι “δεν εργάστηκε ούτε μια μέρα στη ζωή του”, ο Σακς ήταν αθλητής, καλλιτέχνης, σκηνοθέτης, γνώστης και ακαδημαϊκός, όπου κάθε προσπάθεια του ήταν σοβαρή και επιδιώχθηκε με σθένος. Ωστόσο, ήταν σίγουρα ένας playboy, και μάλιστα ο τελευταίος της φυλής. Βρισκόταν ανάμεσα στο St. Tropez, το St. Moritz, το Λονδίνο και το Παρίσι, ενώ παντρεύτηκε το μεγαλύτερο σύμβολο του σεξ της εποχής του – την μια και μοναδική Μπριζίτ Μπαρντό.
Σίγουρα, δεν ήταν ο τύπος που ξάπλωνε σε καναπέδες νυχτερινών κέντρων και κοιμόταν όλη την μέρα, καθώς ήταν άνθρωπος της δράσης. Ένα από τα μεγαλύτερα πάθη του ήταν το bobsleigh (άθλημα με έλκηθρο που θυμόμαστε απο την ταινία “Πάμε Χιόνι”), για το οποίο ήταν πρωτοπόρος στην Ευρώπη το 1959. Έζησε πολλούς χειμώνες στο St. Moritz, όπου ίδρυσε το Dracula Club, ήταν Πρόεδρος του Bobbright Club του St. Moritz από το 1969 έως τον θάνατο του και Αντιπρόεδρος του θρυλικού Cresta Run. Είχε τόσο μεγάλη επιρροή στην ανάδειξη του προφίλ του θέρετρου, που στην πραγματικότητα, η αστυνομία του επέτρεψε να διοργανώσει αγώνες αυτοκινήτων στην κατεψυγμένη λίμνη κατα την διάρκεια της νύχτας.
Ακόμα και οι καλλιτεχνικές επιδιώξεις του ήταν δυναμικές. Όταν αποφάσισε να γίνει φωτογράφος, του ανατέθηκε να φωτογραφίσει έναν ιπποπόταμο να βγαίνει από το νερό. “Χρειάστηκαν τόσο πολλές μέρες”, είπε, “και αποφάσισα να φωτογραφίζω γυναίκες από εκείνη τη στιγμή”.
Η ενέργειά του δαπανήθηκε αρκετά και στις γυναίκες. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ήταν με την πρώην σύζυγο του Σάχη του Ιράν. Αργότερα, είχε σχέση με την Μπριτ Έκλαντ, την Χτιστίνα Ωνάση και την κληρονόμο Μαρίνα Ντόρια. Ο μεγάλος του έρωτας ωστόσο, ήταν η Μπριζίτ Μπαρντό. Συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε ένα μπαρ στο St. Tropez, τον Μάιο του 1966. ” Ήξερα απο το πρώτο λέπτό που την είδα ότι θα την παντρευόμουν”, είπε, ενώ θυμάται ότι ήταν “υπνωτισμένος”. Τους συνέδεσε η κοινή τους αγάπη για τις Rolls-Royces, ωστόσο απέρριψε την πρώτη του πρόταση για γάμο, υποχωρώντας μόνο όταν πέταξε πάνω από το σπίτι της με ένα ελικόπτερο και ξεκίνησε ένα ντους από κόκκινα τριαντάφυλλα. Η Μπαρντό αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι “Δεν ρίχνει κάθε μέρα ένας άνδρας έναν τόνο τριαντάφυλλα στο κατώφλι σου.”
Ο γάμος τους πραγματοποιήθηκε στο Λας Βέγκας δύο μήνες αργότερα και διήρκησε οκτώ λεπτά. Μέσα σε εβδομάδες, είχαν επιστρέψει στην παλιά ζωή τους. “Δεν νομίζω ότι περάσαμε περισσότερο από τρεις μήνες μαζί”, είπε η Μπαρντό. Ζούσαν στο Παρίσι -χώρια – με τον καθένα να έχει μια σειρά από σχέσεις, με πιο διάσημη την περίεργη σχέση της Μπαρντό με τον Σερτζ Γκέινσμπουργκ.
Η κοινωνική ζωή του Σακς δεν άρεσε ποτε στην Μπαρντό. Ενώ αυτή προτιμούσε να περιπλανηθεί ξυπόλυτη στα εστιατόρια, εκείνος αγαπούσε τα πάρτι, ειδικά αν μπορούσε να ντύθει αντίστοιχα με την περίσταση. Για τον γάμο του με την Μπαρντό, ο Σακς φορούσε ένα μαύρο μοχέρ blazer, ένα λευκό παντελόνι, ένα λευκό πουκάμισο από μετάξι και loafers Gucci χωρίς κάλτσες. Αυτό δεν θα έκανε εντύπωση σε κανέναν, δεδομένου ότι δεν φορούσε τίποτα άλλο, ενώ ταξίδευε με μια γκαρνταρόμπα με τέσσερα παντελόνια, έξι πουκάμισα και δύο blazers. Με τα μαλλιά του πάντα σε άθλια κατάσταση και έναν Rolex GMT-Master ή Submariner στον καρπό του, έχτισε έναν νέο, πιο casual κώδικα ενδυμασίας και έγινε πρότυπο για πολλούς άνδρες.
Αυτοπυροβολήθηκε το 2011 στο σαλέ πολυτελείας του στο Γκστάαντ στην ηλικία των 78 ετών, ενώ άφησε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα που εξηγεί ότι έθεσε τέρμα στη ζωή του εξαιτίας μιας ασθένειας που ονόμασε: “Η χωρίς ελπίδα ασθένεια”. Στο ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε γράφει: “Η απώλεια του νοητικού ελέγχου στη ζωή μου ήταν μία αναξιοπρεπής κατάσταση, την οποία αποφάσισα να σταματήσω.”
Διαβάστε επίσης: Ο Μπομπ Ντίλαν έγινε 80 ετών και εμείς τον θυμόμαστε μέσα από 80 τραγούδια του!