Ο Τζον Γκότι ήταν αρχηγός μιας από τις πιο διαβόητες μαφιόζικες οικογένειες της Νέας Υόρκης, και θεωρείται ο τελευταίος μεγάλος “Νονός”. Έγινε αρχηγός της οικογένειας Γκαμπίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980, και ήταν ο μαφιόζος που δεν κρυβόταν από τον Τύπο.
Οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν “Ανοξείδωτο Νονό” για την φαινομενική του ικανότητα να αποφεύγει την δίωξη από τις αρχές, και ήταν γνωστός για το άψογο στυλ του, καθώς φορούσε ιταλικά σταυρωτά κοστούμια Brioni και χειροποίητες γραβάτες με σχέδια από μετάξι, ενώ είχε πάντα περιποιημένα και πλούσια μαλλιά.
Ακόμα και 21 χρόνια μετά τον θάνατο του συνεχίζει να είναι μια τεράστια φιγούρα στην ποπ κουλτούρα, καθώς ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα με έναν φανταχτερό τρόπο ζωής, που ποτέ δεν προσπάθησε να αποφύγει τον Τύπο. Ο πράκτορας του FBI που ήταν υπεύθυνος για την σύλληψη του είχε δηλώσει στους New York Times ότι: “Ποτέ δεν προσπάθησε να κρύψει το γεγονός ότι ήταν το μεγάλο αφεντικό.”
Ο Γκότι συμπεριφερόταν σαν σταρ στους δρόμους και ήταν αρκετά φιλικός, καθώς έδινε συνεντεύξεις και έκανε αισθητή την παρουσία του σε κλαμπ, εστιατόρια και εκδηλώσεις. Σύμφωνα όμως με μαρτυρίες πρώην μαφιόζων, αλλά και με τις κρυφές ηχογραφήσεις που τον έστειλαν στην φυλακή, ο Γκότι ήταν τύραννος και ναρκισσιστής.
Πρώτα χρόνια
Ο Τζον Γκότι γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης και ήταν το πέμπτο από τα 13 παιδιά των Ιταλών μεταναστών Τζον και Φάνι Γκότι. Ο πατέρας του ήταν εργάτης και η οικογένεια μετακινούνταν πολύ συχνά προτού εγκατασταθεί στο τμήμα της Ανατολικής Νέας Υόρκης του Μπρούκλιν, όταν ο Γκότι ήταν σε ηλικία 12 ετών.
Σε ηλικία 16 ετών, ο Γκότι εγκατέλειψε το γυμνάσιο Franklin K. Lane και δημιούργησε τη δική του συμμορία που σχετιζόταν με την Μαφία στη γειτονιά του στο Κουίνς της Νέας Υόρκης, που ονομάζονταν Fulton-Rockaway Boys, στην οποία συμμετείχε και ο μελλοντικός μαφιόζος των Γκαμπίνο, Άντζελο Ρουτζιέρο.
Οι πρώτες συλλήψεις του Γκότι έγιναν για μικροεγκλήματα, όπως συμπλοκές με άλλες συμμορίες και κλοπές αυτοκινήτων, οι οποίες καταγράφτηκαν πριν από την πρώτη μεγάλη σύλληψη του το 1968, όταν αυτός, ο αδελφός του Τζιν και ο παιδικός φίλος Ρουτζιέρο, κατηγορήθηκαν από το FBI για τρεις κλοπές φορτίων κοντά στο διεθνές αεροδρόμιο JFK. Όλοι δήλωσαν ένοχοι και τους υπεβλήθησαν μειωμένες ποινές φυλάκισης, με τον Γκότι να εκτίει ποινή τριών ετών.
Εξουσία
Ο Γκότι ανέβηκε γρήγορα στις τάξεις του υποκόσμου μετά την αποφυλάκιση του το 1977. Πήρε την εξουσία σε μια από τις πέντε ισχυρότερες οικογένειες της Μαφίας της Νέας Υόρκης με την παλιομοδίτικη μέθοδο των γκάνγκστερς, της δολοφονίας του προκατόχου του, Πωλ Καστελάνο, η οποία διεπράχθη στις 16 Δεκεμβρίου του 1985, έξω από ένα εστιατόριο στο Μανχάταν.
Ο Γκότι είχε αγνοήσει τη εντολή του Καστελάνο και συνέχισε να ασχολείται με το εμπόριο κοκαΐνης, ωστόσο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση παρακολουθούσε τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις του Γκότι, οι οποίες έδειχναν ότι αυτός και οι συνεργάτες του εξακολουθούσαν να ασχολούνται με τα ναρκωτικά. Αυτό έγινε γνωστό αμέσως στη οικογένεια Γκαμπίνο, η οποία απαγόρευε την ανάμιξη μελών της σε εμπόριο ναρκωτικών. Τότε ο Γκότι αποφάσισε να δολοφονήσει τον Καστελάνο, φοβούμενος ότι αν δεν το έκανε, αργά ή γρήγορα θα ερχόταν η σειρά του.
Μετά την δολοφονία του Καστελάνο, οι άλλες τέσσερις φαμίλιες της Μαφίας διαφώνησαν ανοιχτά με τον Γκότι και οι σχέσεις τους έγιναν ψυχρές και εχθρικές.
Σύλληψη και θάνατος
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 το FBI είχε εγκαταστήσει έναν εξοπλισμό που υπέκλεπε συνομιλίες, σε ένα διαμέρισμα πάνω από το Ravenite Social Club, της Νέας Υόρκης, όπου ο Γκότι χρησιμοποιούσε ως το “γραφείο” του. Ο Γκότι συνελήφθη τον Δεκέμβριο του 1990. Οι αρχές δεν είχαν μόνο τις μαγνητοσκοπημένες ομιλίες του Γκότι, αλλά και του υπάρχγηγού του, Σαλβατόρε Γκραβάνο, ο οποίος δέχθηκε αμέσως να μπει στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων του FBI και να καταθέσει εναντίον του Τζον Γκότι.
Με τις ομολογίες του κατάφερε να κλείσει στη φυλακή 36 από τους μεγαλύτερους μαφιόζους και να δώσει ένα τρομαχτικό χτύπημα στα θεμέλια του οργανωμένου εγκλήματος. Ο Γκότι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ ο πληροφοριοδότης Γκραβάνο έκανε φυλακή λίγα χρόνια.
Ο Γκότι πέθανε στις 10 Ιουνίου 2002 στο νοσοκομείο της ομοσπονδιακής φυλακής στο Σπρίνγκφιλντ του Μιζούρι. Ήταν 61 ετών.
Όπως και η ζωή του, έτσι και ο θάνατος του Γκότι ήταν φανταχτερός. Υπήρχαν 22 μαύρες λιμουζίνες, 19 αυτοκίνητα με λουλούδια και εκατοντάδες ιδιωτικά οχήματα στους δρόμους του Κουίνς της Νέας Υόρκης. Ο Γκότι κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη, που ήταν ο τόπος ανάπαυσης πολλών διάσημων γκάνγκστερ της Νέας Υόρκης. Σίγουρα ήταν ο τελευταίος και πιο διάσημος “Νονός”.
Είχε πει: “Ποτέ δεν λέω ψέματα γιατί δεν φοβάμαι κανέναν. Λες ψέματα μόνο όταν φοβάσαι”.
Διαβάστε επίσης: 7 φρικιαστικές δολοφονίες της Μαφίας