Περισσότερες από τρεις δεκαετίες μετά τις στυγερές δολοφονίες του “Τζακ του Αντεροβγάλτη” στο Λονδίνο, ένας άλλος ψυχοπαθής δολοφόνος κατάφερε να “βάψει” με αίμα τις νύχτες μιας πόλης που βρισκόταν χιλιάδες μίλια μακριά.
Ο μυστηριώδης αυτός άνδρας, στον οποίο δόθηκε η προσωνυμία ο “Δολοφόνος με το Τσεκούρι”, τρομοκράτησε την Νέα Ορλεάνη στις αρχές του 20ου αιώνα. Σε διάστημα 17 μηνών, επιτέθηκε τουλάχιστον σε 12 άτομα, εκ των οποίων τα επτά πέθαναν ακαριαία ή υπέκυψαν αργότερα στα τραύματα τους.
Η μυστηριώδης φύση των εγκλημάτων του και η φαινομενικά τυχαία επιλογή των θυμάτων του, σήμαινε αυτόματα ότι κανείς στην πόλη δεν ήταν ασφαλής. Διέπραττε τις δολοφονίες του πάντα το βράδυ, με τα περισσότερα θύματα να βρίσκονται νεκρά στο κρεβάτι τους, από το δικό τους τσεκούρι.
Παρόλο που ο διαβόητος “Δολοφόνος με το Τσεκούρι” άφησε πίσω του μάρτυρες και το τσεκούρι στον τόπο του εγκλήματος, η αστυνομία δεν κατάφερε ποτέ να τον πιάσει.
Κάποια στιγμή θεωρήθηκε ότι οι δολοφονίες συνδέονταν με την Ιταλική μαφία, καθώς αρκετά θύματα ήταν Ιταλοί μετανάστες οι οποίοι ζούσαν σε διαμερίσματα δίπλα στα καταστήματα τους, κάτι που σύντομα απορρίφθηκε.
Δολοφονίες
Η πρώτη καταγεγραμμένη δολοφονία συνέβη στις 23 Μαΐου του 1918, όπου ένα ζευγάρι Ιταλών μεταναστών, οι οποίοι διατηρούσαν ένα μπακάλικο, δολοφονήθηκε την ώρα που κοιμόταν από έναν άνδρα που εισήλθε μέσα στο σπίτι τους χρησιμοποιώντας ένα τσεκούρι.
Το πρώτο άτομο που αντίκρυσε το αποτρόπαιο έγκλημα, ήταν ο γιος της οικογένειας. Ο πατέρας βρισκόταν σε μια λίμνη αίματος και το κεφάλι της μητέρας του είχε σχεδόν αποκοπεί, καθώς ο δολοφόνος είχε χαράξει το λαιμό της πολύ βαθιά με ένα ξυράφι.
Ο δράστης δεν είχε κλέψει τίποτα, ενώ το τσεκούρι και το ξυράφι βρίσκονταν στο μπάνιο του σπιτιού. Η αστυνομία θεώρησε ως βασικό ύποπτο τον γιο επειδή το ξυράφι ήταν δικό του, αλλά σύντομα αφέθηκε ελεύθερος καθώς δεν υπήρχε κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο εναντίον του.
Το καλοκαίρι σημειώθηκαν άλλες τέσσερις παρόμοιες επιθέσεις, όπου επέζησαν δύο άτομα, οι οποίοι ήταν επίσης μετανάστες και ιδιοκτήτες παντοπωλείου. Το 1911 είχαν προηγηθεί δύο παρόμοιοι φόνοι, με αποτέλεσμα οι αρχές να θεωρήσουν ότι ο δολοφόνος είχε σχέση με την ιταλική μαφία. Ωστόσο, σύντομα απέρριψαν αυτή την υπόθεση, καθώς οι άντρες της μαφίας ποτέ δεν θα έβλαπταν γυναίκες.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι άνδρες που δολοφονήθηκαν από τον “Δολοφόνο με το Τσεκούρι” ήταν παράπλευρες απώλειες, καθώς είχε ως κύριο σκοπό την δολοφονία γυναικών.
Η μέθοδος του δολοφόνου
Ο “Δολοφόνος με το Τσεκούρι” ακολουθούσε πάντα μία συγκεκριμένη μέθοδο. Παραβίαζε τα σπίτια των θυμάτων του δημιουργώντας μια μικρή τρύπα στην πίσω πόρτα. Στην συνέχεια, έμπαινε στο υπνοδωμάτιο και με ένα τσεκούρι τραυμάτιζε βαριά τα θύματα του.
Ποτέ δεν κουβαλούσε μαζί του το φονικό όπλο. Πάντα έπαιρνε ένα τσεκούρι από την εργαλειοθήκη του σπιτιού στο οποίο εισέβαλε και το άφηνε συνήθως στον τόπο του εγκλήματος. Ποτέ δεν έκλεψε κάτι από τον τόπο του εγκλήματος και δεν κατάφερε να τραυματίσει θανάσιμα όλους τους στόχους του.
Στις 10 Μαρτίου 1919, μετά από περίπου μισό χρόνο αδράνειας, ο δολοφόνος κατακρεούργησε μια τετραμελή οικογένεια, αφήνοντας ζωντανή μόνο τη μητέρα που βρέθηκε από τους αστυνομικούς να κρατά το κεφάλι της κόρης της. Η γυναίκα που κατάφερε να επιζήσει περιέγραψε τον κατά συρροή δολοφόνο, δηλώνοντας πως είδε έναν ψηλό και ογκώδη μελαχρινό άνδρα με σκληρά χαρακτηριστικά να τη χτυπά με ένα τσεκούρι.
Παρά τις συνεχείς επιθέσεις, η αστυνομία δεν είχε καταφέρει ακόμη να βρει τα ίχνη του. Γρήγορα εξαπλώθηκε μια φήμη πως ο δολοφόνος ίσως να μην ήταν άνθρωπος, αλλά μια υπερφυσική υπόσταση, η οποία διαψεύστηκε τρεις μέρες αργότερα.
Η επιστολή του δολοφόνου και η αγάπη του για την τζαζ
Στις 13 Μαρτίου 1919, κάποιος έστειλε μια επιστολή σε μια εφημερίδα της Νέας Ορλεάνης, στην οποία ισχυριζόταν ότι ήταν ο δολοφόνος και ότι πρόκειται να γίνει μια δολοφονία ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Η επιστολή μεταξύ άλλων ανέφερε:
Κόλαση, 13 Μαρτίου 1919
Προς θνητούς:
Δεν με έχουν πιάσει και ποτέ δεν πρόκειται να συμβεί. Δεν με έχουν δει ποτέ, γιατί είμαι αόρατος, όπως ο αιθέρας που περικυκλώνει τη Γη. Δεν είμαι άνθρωπος, αλλά ένα πνεύμα και ένας δαίμονας από την άβυσσο της κόλασης. Είμαι αυτό που εσείς οι άνθρωποι της Ορλεάνης και η ηλίθια αστυνομία σας ονομάζει “Δολοφόνο με το Τσεκούρι”.
Όταν το κρίνω σωστό, θα έρθω και θα διεκδικήσω κι άλλα θύματα. Μόνο εγώ θα ξέρω ποια θα είναι. Δεν θα αφήσω ίχνη, μόνο το ματωμένο τσεκούρι, επικαλυμμένο με το αίμα από το μυαλό αυτού που θα έχω στείλει στον κάτω κόσμο να μου κρατά συντροφιά.
Αναμφισβήτητα, πιστεύετε ότι είμαι ένας βαύνασος δολοφόνος, κάτι που είμαι, αλλά θα μπορούσα να γίνω ακόμη πιο κακός αν το επιθυμούσα. Αν ήθελα, θα μπορούσα να επισκέπτομαι την πόλη σας κάθε βράδυ. Θα μπορούσα να σκοτώσω κατά βούληση χιλιάδες συμπολίτες σας, καθώς έχω μια στενή σχέση με τον Άγγελο του Θανάτου.
Τώρα, για να είμαι ακριβής, στις 12:15 (ώρα γης) το βράδυ της Πέμπτης θα έρθω στη Νέα Ορλεάνη. Επειδή νιώθω απέραντο οίκτο για εσάς, θα σας κάνω την παρακάτω πρόταση:
Είμαι λάτρης της τζαζ μουσικής και υπόσχομαι σε όλους τους διαβόλους της κόλασης ότι θα χαρίσω τη ζωή σε όποιον βάλει να παίζει τζαζ στο σπίτι του, την ώρα που προανέφερα. Αν γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο για εσάς. Ένα πράγμα είναι σίγουρο. Όποιος από εσάς (αν υπάρχει κανείς) που στο σπίτι του δεν παίζει τζαζ το βράδυ της Πέμπτης, θα λάβει τσεκούρι.
Ήμουν, είμαι και θα είμαι το χειρότερο πνεύμα που υπήρχε ποτέ είτε στην πραγματικότητα είτε στη σφαίρα της φαντασίας.
(Υπογραφή)
“Δολοφόνος με το τσεκούρι”
Εκείνη την βραδιά, σχεδόν από όλα τα σπίτια της Νέας Ορλεάνης ακουγόταν τζαζ μουσική, και δεν έγινε καμια δολοφονία.
Το μυστήριο του δολοφόνου
Στις 27 Οκτωβρίου 1919, ο ψυχοπαθής διέπραξε τον τελευταίο του φόνο. Λίγο μετά την τελευταία δολοφονία, εμφανίστηκε μία φωτογραφία που φαινόταν ένας άνθρωπος με ένα τσεκούρι. Η ταυτότητα του δολοφόνου δεν εξακριβώθηκε και το μυστήριο του δεν λύθηκε ποτέ.
Για την Νέα Ορλεάνη θεωρείται θρύλος και ένας από τους πιο στυγερούς δολοφόνους που γνώρισε ποτέ η πόλη.
Διαβάστε επίσης: Ο στυγερός serial killer που πήρε μέρος στο “Ραντεβού στα Τυφλά”