Η “Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου” συγκλόνισε τον κόσμο στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, όταν ο πόλεμος μεταξύ της “Νότιας Πλευράς” του Αλ Καπόνε και της “Βόρειας Πλευράς” του Τζορτζ “Μπαγκς” Μάρον, των δύο συμμοριών που κυριαρχούσαν στο Σικάγο, έλαβε τραγικές διαστάσεις, καθώς οι άνθρωποι του Ιταλού γκάνγκστερ δολοφόνησαν εν ψυχρώ επτά αντιπάλους τους σε μια αποθήκη.
Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, ο πόλεμος μεταξύ των συμμοριών κυριαρχούσε στους δρόμους του Σικάγο στα τέλη της δεκαετίας του 1920 – την εποχή την Ποτοαπαγόρευσης -, καθώς ο Αλ Καπόνε προσπαθούσε να αποκτήσει τον έλεγχο στο παράνομο εμπόριο, τα τυχερά παιχνίδια και την πορνεία, εξαλείφοντας τους αντιπάλους του.
Η διαμάχη αυτή έφτασε στο αιματηρό αποκορύφωμα της σε μία αποθήκη στο βόρειο τμήμα της πόλης στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, όταν επτά άνδρες που σχετίζονταν με τον Ιρλανδό γκάνγκστερ Μπαγκς Μοράν, έναν από τους μακροχρόνιους εχθρούς του Καπόνε, πυροβολήθηκαν μέχρι θανάτου από αρκετούς άνδρες, οι οποίοι ήταν ντυμένοι αστυνομικοί.
Η “σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου”, όπως έμεινε γνωστή, παραμένει ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα και δεν συνδέθηκε ποτέ επίσημα με τον Καπόνε, αλλά γενικά θεωρείται ένα από τα πιο διάσημα εγκλήματα του Ιταλού μαφιόζου.
Η “Βασιλεία” του Αλ Καπόνε
Από το 1924 έως το 1930, η πόλη του Σικάγο ήταν ευρέως γνωστή για την ανομία και τη βία. Το φαινόμενο συνέπεσε με τη “βασιλεία” του γκάνγκστερ Αλ “Scarface” Καπόνε, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία από τον τότε αρχηγό της “Νότιας Πλευράς”, Τζόνι Τόριο το 1925 – Ο Τόριο, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά σε απόπειρα δολοφονίας το 1924, είχε “αποσυρθεί” στο Μπρούκλιν.
Με την έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης που εισήχθη με την 18η τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών το 1920, η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της και το οργανωμένο έγκλημα κινήθηκε ανοδικά, με τις οργανωμένες συμμορίες να ευημερούν και να κερδίζουν πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση ήταν μια δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν “μανιτάρια” τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την εποχή πριν την Ποτοαπαγόρευση.
Το αφεντικό της μαφίας του Σικάγο, Αλ Καπόνε ισχυριζόταν ότι είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγο, ενώ το εισόδημα του από τις παράνομες δραστηριότητες του, μεταξύ των οποίων η παρασκευή και πώληση αλκοόλ, ο τζόγος και η πορνεία, υπολογίστηκε σε περίπου 60 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η καθαρή του περιουσία το 1927 ήταν περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια.
Με τα χρόνια, ο Αλ Καπόνε παγίωσε τον έλεγχο στο Σικάγο πυροβολώντας ανελέητα τους αντιπάλους του. Το 1924, οι αρχές μέτρησαν περίπου 16 δολοφονίες που σχετίζονται με συμμορίες, κάτι που συνεχίστηκε μέχρι το 1929, φτάνοντας τις 64 δολοφονίες σε ένα χρόνο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι ομοσπονδιακές αρχές είχαν πολύ λιγότερη δικαιοδοσία από ό,τι έχουν σήμερα, και δεν συσχέτισαν όλες αυτές τις δολοφονίες με τις συμμορίες.
Η ημέρα της “Σφαγης”
Το πρωτοπαλίκαρο του Καπόνε, Βιτσέντζο Τζιμπάλντι, επεξεργάστηκε το σχέδιο για την εκτέλεση. Σκοπός ήταν η εκδίκηση για τη δολοφονία ανδρών του Καπόνε από τον Μοράν. Οι Ιταλοί μαφιόζοι θα έκλειναν ραντεβού στον Μοράν με δέλεαρ ένα φορτίο ακριβού ουίσκι.
Η συνάντηση κλείστηκε για τις 10:30 το πρωί. Πέντε άνδρες του Καπόνε έφθασαν στο σημείο – οι τρεις ντυμένοι αστυνομικοί και οι δύο με πολιτικά – ενώ δεκάδες άλλοι βρίσκονταν στη γύρω περιοχή. Οι τρεις “αστυνομικοί” μπήκαν στην αποθήκη όταν είδαν έναν άνδρα που έμοιαζε με τον Μοράν να μπαίνει. Αιφνιδίασαν τα επτά άτομα που βρίσκονταν μέσα και τους δολοφόνησαν εν ψυχρώ.
Η αστυνομία μπόρεσε να βρει μόνο λίγους αυτόπτες μάρτυρες, αλλά τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένοπλοι ντυμένοι αστυνομικοί είχαν μπει στην και προσποιήθηκαν ότι συνέλαβαν τους άνδρες. Αν και ο Μόραν κατηγόρησε αμέσως την συμμορία του Καπόνε για την “σφαγή”, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στο σπίτι του στη Φλόριντα εκείνη την εποχή. Κανείς δεν οδηγήθηκε ποτέ σε δίκη για τις δολοφονίες. Παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα ανεξιχνίαστα εγκλήματα στην ιστορία.
“Δημόσιος Εχθρός Νο.1”
Αν και η “Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου” σηματοδότησε την κυριαρχία του Καπόνε στο Σικάγο, μπορεί επίσης να ειπωθεί ότι σηματοδότησε και την αρχή της πτώσης του. Με την εξαιρετικά αποτελεσματική οργάνωσή του, το εντυπωσιακό του εισόδημα και την προθυμία του να εξοντώσει ανελέητα τους αντιπάλους του, ο Καπόνε είχε γίνει ο πιο διαβόητος γκάνγκστερ της χώρας και οι εφημερίδες τον ονόμασαν “Δημόσιο Εχθρό Νο. 1”.
Οι ομοσπονδιακές αρχές άρχισαν τις συστηματικές προσπάθειες για τη σύλληψη του Καπόνε. Τον Μάιο του 1929 συνελήφθη για παράνομη οπλοφορία, καταδικάστηκε σε διετή κάθειρξη, αλλά αποφυλακίστηκε εννέα μήνες αργότερα λόγω καλής διαγωγής. Στο μεταξύ είχαν αρχίσει και οι διαδικασίες για την προσαγωγή του σε δίκη με αφορμή τη “Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου”. Οι κατηγορίες όμως έπεσαν στο κενό και ο Καπόνε απλώς κλήθηκε να πληρώσει το ποσό των 5.000 δολαρίων για ασέβεια προς το δικαστήριο. Το 1930 ήταν ο νούμερο ένα πιο επικίνδυνος εγκληματίας της πόλης του Σικάγο.
Τον Φεβρουάριο του 1931, ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο έκρινε τον Καπόνε ένοχο για περιφρόνηση και τον καταδίκασε σε έξι μήνες στη φυλακή της κομητείας Κουκ. Εν τω μεταξύ, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ είχε ξεκινήσει έρευνα κατά του Καπόνε για φοροδιαφυγή. Ύστερα από πολύχρονες έρευνες του επιθεωρητή Ουίλσον ο Καπόνε καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή. Η κατηγορία στηρίχθηκε στη μαρτυρία του δικηγόρου του Λώρενς Μάτινγκλυ, σε διάφορα στοιχεία με έσοδα του γκάνγκστερ και σε διάφορες άλλες μαρτυρίες. Αρχικά δέχθηκε τις κατηγορίες, πιστεύοντας ότι θα υπήρχε ευνοϊκή μεταχείριση. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με αποτέλεσμα ο Καπόνε να αναιρέσει την αρχική του κατάθεση. Προσπάθειες όπως αυτή της δωροδοκίας των ενόρκων δεν πέτυχαν και έτσι ο δικαστής Ουίλκερσον τον καταδίκασε σε δέκα χρόνια φυλάκιση επιβάλλοντάς του επιπλέον και πρόστιμα 50.000 δολαρίων.
Το 1932 μεταφέρθηκε στις φυλακές της Ατλάντα και στη συνέχεια σε αυτές του Αλκατράζ. Λίγο μετά το 1935 άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας και άρχισε να νοσηλεύεται σε νοσοκομείο. Τον τελευταίο χρόνο της ποινής του βρισκόταν στο Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια. Αποφυλακίστηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1939 και πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 25 Ιανουαρίου του 1947 στο σπίτι του στη Φλόριντα.
Κληρονομιά
Ο τόπος της “Σφαγής του Αγίου Βαλεντίνου” (2122 Ν. Clark Street) έγινε τουριστική ατραξιόν μέχρι το 1967, όταν η αποθήκη κατεδαφίστηκε. Τα τούβλα του αιματοβαμμένου τοίχου της εκτέλεσης πουλήθηκαν σε δημοπρασία στον καναδό επιχειρηματία Τζορτζ Πάτεϊ, ο οποίος τον ξανάχτισε μέσα σε μπαρ που διατηρούσε στο Βανκούβερ.
Η σκηνή της εκτέλεσης υπάρχει στις ταινίες “Μερικοί το προτιμούν καυτό” του Μπίλι Γουάιλντερ (1959) και “Σημαδεμένος” (1932), ενώ αποτέλεσε το κύριο θέμα της ταινίας του Ρότζερ Κόρμαν “Νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου” (1967).
Διαβάστε επίσης: Δείτε τα ρολόγια που φορούσαν 5 διαβόητοι κακοποιοί