Στην ιστορία των εγκλημάτων, υπάρχουν ονόματα που προκαλούν ρίγη. Ένα από αυτά είναι σίγουρα το όνομα του Αντρέι Τσικατίλο, γνωστού και ως “Ο Χασάπης του Ροστόφ”. Η ιστορία του είναι γεμάτη φρίκη, μυστήριο και σκοτεινή ψυχολογία, καθώς πρόκειται για έναν από τους πιο διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους της Σοβιετικής Ένωσης. Με δράση που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1970 έως το 1990, ο Τσικατίλο ευθύνεται για τη δολοφονία τουλάχιστον 52 ανθρώπων — κυρίως γυναικών και παιδιών.
Αλλά ποιος ήταν πραγματικά αυτός ο άνθρωπος; Πώς ένας φαινομενικά συνηθισμένος δάσκαλος κατέληξε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος ολόκληρης της Ρωσίας;
Η ζωή πριν από το σκοτάδι
Ο Αντρέι Τσικατίλο γεννήθηκε το 1936 σε μια μικρή πόλη της Σοβιετικής Ένωσης, μέσα στη δίνη του λιμού και της φτώχειας. Η παιδική του ηλικία ήταν τραγική: πεινασμένος, κακοποιημένος και γεμάτος φόβο, μεγάλωσε με ιστορίες φρίκης, όπως αυτή του αδελφού του, που φέρεται να απήχθη και να φαγώθηκε από κανίβαλους. Οι μνήμες αυτές τον σημάδεψαν για πάντα.
Ο Τσικατίλο ήταν ντροπαλός, μοναχικός και συχνά στόχος εκφοβισμού. Οι ακαδημαϊκές του επιδόσεις ήταν καλές, αλλά η κοινωνική του ζωή ανύπαρκτη. Παρά τις δυσκολίες, κατάφερε να σπουδάσει φιλολογία και να εργαστεί ως δάσκαλος. Ωστόσο, η ζωή του ήταν γεμάτη απογοητεύσεις και ταπεινώσεις — ειδικά στον τομέα των προσωπικών σχέσεων, όπου η ανικανότητά του τον οδήγησε σε μια βαθιά ψυχική διαταραχή.

© Sygma / Getty Images / Ideal Image
Η μεταμόρφωση σε τέρας
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Τσικατίλο άρχισε να δίνει διέξοδο στις σκοτεινές του επιθυμίες. Το πρώτο του θύμα ήταν ένα 9χρονο κορίτσι το 1978, το οποίο ονομαζόταν Γέλενα Ζακότνοβα. Από εκεί και πέρα, η κατάσταση ξέφυγε. Για περισσότερα από 12 χρόνια, ο Τσικατίλο σκότωνε ασταμάτητα, αφήνοντας πίσω του μακάβρια σκηνικά. Τα θύματά του ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά που δελέαζε σε απομονωμένες τοποθεσίες.
Η μέθοδος του ήταν φρικιαστική: κακοποίηση, βασανιστήρια και μαχαιρώματα. Ένα από τα χαρακτηριστικά του ήταν η εμμονή με τη μαχαιριά, την οποία θεωρούσε τρόπο εκτόνωσης. Όσο πιο βίαιος γινόταν, τόσο πιο βαθιά βυθιζόταν στην παραφροσύνη του.
Το πιο φρικτό σημείο των δολοφονιών του, το οποίο έγινε αργότερα και η υπογραφή του, ήταν ότι εβγαζε τα μάτια των θυμάτων του, γιατί πίστευε ότι η εικόνα του δολοφόνου εμφανιζόταν στην κόρη του ματιού τους, και έτσι θα τον έπιαναν. Αφού πέθαιναν, ο Τσικατίλο συνήθιζε να κόβει κομμάτια του σώματος τους με τα δόντια του, τα οποία κρατούσε σαν τρόπαια. Αγαπημένο του ενθύμιο ήταν η μήτρα των γυναικών, για την οποία έλεγε: “Μου αρέσει να τη μασουλάω. Είναι τόσο ροζ και μαλακή”.
Η σύλληψη και η δίκη
Η αστυνομία για χρόνια αδυνατούσε να τον εντοπίσει. Η έλλειψη τεχνολογίας, η δυσπιστία στις έρευνες και η πολιτική κατάσταση της εποχής δυσκόλεψαν την ανεύρεσή του. Είχε συλληφθεί παλιότερα για μικροπαραπτώματα, αλλά το πραγματικό του πρόσωπο αποκαλύφθηκε το 1990, όταν ένας παρατηρητικός αστυνομικός τον είδε να συμπεριφέρεται ύποπτα κοντά σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό.
Η σύλληψη και η ομολογία του σόκαραν τη Σοβιετική Ένωση. Ομολόγησε με ψυχραιμία 52 φόνους, περιγράφοντας κάθε λεπτομέρεια με ανατριχιαστική ακρίβεια. Η δίκη του το 1992 ήταν μια από τις πιο ανατριχιαστικές στιγμές της ρωσικής δικαιοσύνης, με τον Τσικατίλο να συμπεριφέρεται αλλόκοτα, να φωνάζει και να γελάει, ενώ τα θύματά του απαριθμούνταν από τους δικαστές.
Η καταδίκη και το τέλος
Το δικαστήριο δεν είχε αμφιβολίες. Ο Αντρέι Τσικατίλο καταδικάστηκε σε θάνατο. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1994, εκτελέστηκε με μία σφαίρα στο κεφάλι — ένα τέλος που πολλοί θεωρούν μικρή δικαιοσύνη για τα εγκλήματά του.
Διαβάστε επίσης: “Η Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου”: Το αιματοβαμμένο σχέδιο του Αλ Καπόνε