Πριν από την εποχή των σύγχρονων εγκληματολογικών τεχνικών και της προηγμένης τεχνολογίας, η δικαιοσύνη λειτουργούσε με τρόπους που σήμερα μοιάζουν σχεδόν πρωτόγονοι. Ένας από τους πιο επαναστατικούς παράγοντες στη διαλεύκανση εγκλημάτων ήταν η ανακάλυψη της μεθόδου ταυτοποίησης μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Ωστόσο, πριν από αυτήν τη σημαντική εξέλιξη, ο κόσμος της δικαιοσύνης βρισκόταν αντιμέτωπος με σοβαρές προκλήσεις στην ταυτοποίηση εγκληματιών και στην απονομή δικαιοσύνης.

Σε μια εποχή που η εγκληματολογία βρισκόταν στα σπάργανα, οι αρχές βασίζονταν σε μεθόδους που σήμερα φαίνονται τόσο αναξιόπιστες όσο και ανεπαρκείς. Ολόκληροι πληθυσμοί ζούσαν με τον φόβο ότι οι εγκληματίες θα μπορούσαν να διαφύγουν της δικαιοσύνης, ενώ οι αθώοι συχνά παγιδεύονταν σε ένα σύστημα που δεν είχε τα μέσα να τους απαλλάξει από τις κατηγορίες. Χωρίς τη δυνατότητα ταυτοποίησης μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων, η σύλληψη ενός εγκληματία συχνά στηριζόταν στην τύχη, στις μαρτυρίες που ήταν εύκολο να παραπλανηθούν ή στη βία της ομολογίας υπό πίεση.

Πώς λοιπόν καταδίκαζαν και καταδίωκαν τους εγκληματίες; Τι μεθόδους χρησιμοποιούσαν οι αρχές για να εντοπίσουν και να συλλάβουν τους υπεύθυνους; Και πώς εξασφάλιζαν ότι οι ποινές αποδίδονταν δίκαια; Η έλλειψη προηγμένων τεχνολογικών εργαλείων οδήγησε σε ένα σύστημα που βασιζόταν περισσότερο στη διαίσθηση και στις κοινωνικές προκαταλήψεις παρά σε στέρεες αποδείξεις.

Το σημερινό άρθρο ρίχνει φως σε αυτή την αινιγματική περίοδο της ιστορίας της δικαιοσύνης, όταν τα εγκλήματα μπορούσαν να παραμείνουν ανεξιχνίαστα και η ταυτοποίηση των εγκληματιών ήταν μια επικίνδυνα αβέβαιη διαδικασία. Ανασκαλεύοντας τις σκοτεινές σελίδες της εγκληματολογίας, εξετάζουμε τις μεθόδους που χρησιμοποιούνταν τότε και το πώς η ανακάλυψη της ταυτοποίησης μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων ήρθε να αλλάξει τα πάντα.

© Getty Images / Ideal Image

Πριν και μετά την ανακάλυψη της ταυτοποίησης μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων

Πριν από την ανακάλυψη και την καθιέρωση των δακτυλικών αποτυπωμάτων ως αποδεικτικού μέσου, οι αρχές είχαν περιορισμένα εργαλεία για την ταυτοποίηση εγκληματιών. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν καταγραφές βιομετρικών στοιχείων ή ψηφιακά αρχεία, οι αστυνομικοί και οι ερευνητές βασίζονταν σε άλλες, συχνά αναξιόπιστες, μεθόδους.

Μια από τις παλαιότερες μεθόδους ταυτοποίησης ήταν η χρήση των μαρτυριών από αυτόπτες μάρτυρες. Οι καταθέσεις αυτές, ωστόσο, ήταν εύκολα διαβλητές και συχνά διαστρεβλώνονταν από τη μνήμη ή τα προσωπικά συμφέροντα. Άλλες φορές, οι υποθέσεις βασίζονταν σε αναφορές για σωματικά χαρακτηριστικά, όπως ουλές ή τατουάζ, τα οποία όμως δεν μπορούσαν πάντα να οδηγήσουν με ακρίβεια στην ταυτοποίηση ενός ατόμου.

Στον 19ο αιώνα, πριν από τη χρήση των δακτυλικών αποτυπωμάτων, αναπτύχθηκε το σύστημα της ανθρωπομετρίας από τον Alphonse Bertillon. Το σύστημα αυτό περιλάμβανε τη μέτρηση διαφόρων μερών του σώματος, όπως το μήκος των άκρων και το μέγεθος του κρανίου, για τη δημιουργία ενός προφίλ που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση ενός ατόμου. Παρόλο που το σύστημα Bertillon θεωρήθηκε σημαντικό βήμα προόδου, δεν ήταν αλάνθαστο και συχνά οδηγούσε σε λανθασμένες ταυτοποιήσεις.

Ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η ταυτοποίηση επαναλαμβανόμενων εγκληματιών. Οι αρχές συχνά βασίζονταν στις ομολογίες των συλληφθέντων, οι οποίες όμως δεν ήταν πάντα αξιόπιστες, καθώς συχνά αποσπώνταν υπό πίεση ή βασανιστήρια. Η έλλειψη αξιόπιστων μεθόδων ταυτοποίησης καθιστούσε δύσκολη την καταδίκη των πραγματικών ενόχων και άφηνε μεγάλα περιθώρια για την αποφυγή της δικαιοσύνης.

Η επανάσταση ήρθε όταν ο Σκωτσέζος γιατρός και επιστήμονας, Henry Faulds, και ανεξάρτητα ο Βρετανός διοικητής της αστυνομίας της Ινδίας, Sir William Herschel, άρχισαν να μελετούν τα δακτυλικά αποτυπώματα ως μοναδικά και αμετάβλητα στοιχεία ταυτότητας. Το 1880, ο Faulds πρότεινε για πρώτη φορά τη χρήση τους για την ταυτοποίηση εγκληματιών, ενώ το σύστημα καθιερώθηκε επισήμως από τον Sir Edward Henry στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλάζοντας ριζικά την εγκληματολογία.

Η έλευση της μεθόδου ταυτοποίησης μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων σήμανε το τέλος μιας εποχής αβεβαιότητας και αναξιοπιστίας στην απονομή της δικαιοσύνης. Οι εγκληματίες πλέον δεν μπορούσαν να κρυφτούν πίσω από ψευδείς ταυτότητες ή λάθη ταυτοποίησης. Το σύστημα έγινε πολύ πιο δίκαιο και αξιόπιστο, εξασφαλίζοντας ότι οι ένοχοι θα καταδικάζονταν και οι αθώοι θα απαλλάσσονταν.


Διαβάστε επίσης: Οι ληστές που έκαναν τους Μπόνι και Κλάιντ να δείχνουν ερασιτέχνες!