Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι υπήρξε για χρόνια ο λυρικός και ο αφηγητής της λογοτεχνίας του περιθωρίου. Ασυνήθιστα πνευματώδης και συχνά με έναν παραμυθένιο ρεαλισμό, επιθετικός και βωμολόχος, περιγράφει την άλλη πλευρά του “American way of life”, αυτήν που οδηγεί από το Αμερικάνικο Όνειρο στον Αμερικάνικο Εφιάλτη.
Πάντα τον έλκυε το περιθώριο. Δεν έζησε ποτέ με κανόνες.Έπινε περισσότερο απ’όσο θα έπρεπε. Έγραφε μόνο για την σκληρή πραγματικότητα, την ωμή αλήθεια που αντιμετώπιζε.
Ο Μπουκόβκσι γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920, στη γερμανική πόλη Άντερναχ. H μητέρα του ήταν Γερμανίδα και ο πατέρας του ένας Πολωνο-Αμερικάνος στρατιώτης, ο οποίος ήταν μέλος της στρατιωτικής δύναμης που είχε παραμείνει στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
O πατέρας του Τσαρλς αναφέρεται συχνά κι από τον ίδιο ως αρκετά βίαιος και στενόμυαλος άνθρωπος. Προσπαθούσε να είναι απόλυτα νομοταγής, και αποπειράθηκε να εμφυτεύσει στον γιο του τα δικά του ιδανικά, ώστε εκείνος να γίνει ένα παραγωγικό και ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας. Συχνά ήταν άνεργος και έβγαζε τον πόνο και την αγωνία του πάνω στον Τσαρλς, δέρνοντάς τον επανειλημμένα μέχρι τα δέκα του χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν ο Μπουκόβσκι να αρχίσει να νιώθει την εγκατάλειψη και την απομόνωση, και να μένει συνειδητά άπραγος με την έννοια της εναντίωσης, όχι μόνο απέναντι στον πατέρα του, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο πατέρας του Τσαρλς τον επηρέασε πάρα πολύ στη ζωή του αλλά και στα γραπτά του. Είναι βασικός χαρακτήρας στη θεματολογία του, και γράφει γι’ αυτόν ακόμα και στα τελευταία του ποιήματα στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, λίγο πριν πεθάνει.
O Τσαρλς ζούσε σε ξεχαρβαλωμένα σπίτια στο Λος Άντζελες, και συνήθως απέφευγε τη σπιτονοκοκυρά, γιατί της χρωστούσε το νοίκι. Ήταν ο μεθύστακας της διπλανής πόρτας, εκείνος ο κακομούτσουνος γείτονας, που ξυπνάει μετά το μεσημέρι και γυρνάει σπίτι μετά τα μεσάνυχτα. Κι όλοι τον κακολογούν.
Ο Μπουκόφσκι δεν νοιάζοταν να είναι πολιτικά ορθός. Δεν έγραφε καν «μαύρος». Έγραφε αράπης. Δεν έγραφε «τσιγγάνος». Έγραφε γύφτος.
Δεν ήταν ρατσιστής και δεν ήταν σεξιστής.
Λίγοι άντρες αγάπησαν τις γυναίκες όσο αυτός, δεν έγραφε για γυναίκες μυστηριώδης και αψεγάδιαστες, αντιθέτως μάλιστα οι γυναίκες του είχαν κυτταρίτιδα, ρυτίδες πολλές φορές είναι μεθυσμένες.
Ίσως να μην τον άντεχες ούτε λεπτό. Να σου φαινόταν πρόστυχος και βρώμικος. Όμως κουβαλούσε πάνω του όλη τη βρωμιά του κόσμου. Κι έκανε παρέα με τις πόρνες, τους τζογαδόρους, τους άστεγους, τους μεθύστακες, τους απόκληρους και τους χαμένους.
Δεν έγραψε αριστουργηματικά κείμενα, όπως ο συμπατριώτης του ο Φώκνερ, ούτε όπως τα ινδάλματά του, ο Χέμινγουεϊ και ο Ντοστογιέφσκι.
Έχοντας ζήσει ο ίδιος στο περιθώριο, μάζεψε εμπειρίες και γνώρισε ανθρώπους που αργότερα μπόρεσε να τους αποτυπώσει πειστικά στο χαρτί. Οι χαρακτήρες του έβριζαν, έπιναν, σκοτώνονταν. Ήταν απελπισμένοι και καταστρέφονταν, χωρίς να τους δοθεί μια ευκαρία να φτιάξουν τη ζωή τους από την αρχή. Ο Μπουκόφσκι μίλησε για την ψυχή αυτών των ανθρώπων και παρουσίασε την προσωπικότητά τους, επικρίνοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία που τους απαρνήθηκε. Ίσως γι’ αυτό η Αμερική να του γύρισε την πλάτη, της χαλούσε επιδεικτικά την εικόνα που είχε καλλιεργήσει για τον εαυτό της.
Στον τάφο του είναι γραμμένη η φράση «Don’t Try» . Ο ίδιος είχε εξηγήσει αυτή τη φράση από το 1963: «Με ρώτησαν “Τι κάνεις όταν δημιουργείς; Πώς γράφεις;” και τους είπα “Δεν προσπαθείς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, μην προσπαθείς, είτε για τις Κάντιλακ, είτε για να βρεις έμπνευση, είτε για την αθανασία. Περιμένεις και αν δεν γίνει τίποτα, περιμένεις λίγο ακόμα. Είναι σαν ένα ζωύφιο που εντοπίζεις ψηλά στον τοίχο. Περιμένεις να έρθει σε σένα. Όταν φτάσει αρκετά κοντά, τότε το σκοτώνεις”».
Κάποια αποφθέγματα που μας άφησε
Αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχει μείνει λίγη ακόμα ψυχή για να χάσεις.
Πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις
Η πραγματική μοναξιά δεν περιορίζεται απαραίτητα στο όταν είσαι μόνος.
Η διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας είναι ότι στη δημοκρατία ψηφίζεις πρώτα και παίρνεις διαταγές μετά. Στη δικτατορία, δεν χρειάζεται να χάσεις τον καιρό σου ψηφίζοντας.
Απλά να ζεις περιμένοντας να πεθάνεις είναι σκληρή δουλειά.
Μερικοί άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ. Πραγματικά τι απαίσιες ζωές θα πρέπει να ζουν
Ο διανοούμενος λέει κάτι απλό με δύσκολο τρόπο. Ο καλλιτέχνης λέει κάτι δύσκολο με απλό τρόπο.
Δεν νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο απλά πιστεύω ότι μπορούμε να μην τον κάνουμε χειρότερο.
Όταν πίνεις ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει αλλά για λίγο δεν σε κρατάει από το λαιμό.
Αρχίζεις να σώζεις τον κόσμο σώζοντας ένα πρόσωπο κάθε φορά, διαφορετικά είναι μεγάλος ρομαντισμός ή πολιτική.
Βρες αυτό που αγαπάς, και άφησέ το να σε σκοτώσει.
Κάποιοι άνθρωποι αγαπούν αυτό που κάνεις, κάποιοι άλλοι μισούν αυτό που κάνεις, αλλά οι περισσότεροι δεν δίνουν δεκάρα.
Ιδιοφυΐα ίσως είναι η δυνατότητα να πεις κάτι πολύ βαθυστόχαστο με απλό τρόπο.
Το να κάνεις ένα βαρετό πράγμα με στυλ. Να τι αποκαλώ εγώ τέχνη.
Το κακό γούστο δημιουργεί πολύ περισσότερους εκατομμυριούχους από το καλό γούστο.
Στα 25 όλοι είναι υπέροχοι. Στα 50 κάτι πρέπει να κάνεις για να γίνεις.
Αν καταφέρεις να ξεγελάσεις κάποιον δεν σημαίνει ότι είναι χαζός. Απλά σημαίνει ότι δεν είσαι άξιος της εμπιστοσύνης του.
Η ομορφιά δεν είναι τίποτα, δεν μένει. Δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι να είσαι άσχημος, γιατί αν αρέσεις στους ανθρώπους ξέρεις ότι είναι για κάτι άλλο.
Εχω τον θάνατο μέσα στην αριστερή μου τσέπη. Μερικές φορές τον βγάζω έξω και του μιλάω: Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις; Πότε θα έλθεις να με πάρεις; Θα είμαι έτοιμος.
Μερικές φορές απλά πρέπει να κατουρήσεις στον νεροχύτη
Είπαν
Ο Τσαρλς Μπουκόβσκι είναι σήμερα ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής. – Jean Genet
Κάθε αράδα του Τσαρλς Μπουκόβσκι, μολυσμένη από τον τρόμο του αμερικάνικου εφιάλτη, αρθρώνει το φόβο και την αγωνία ενός περιθωρίου, που δεν είναι πια μειοψηφία, αλλά περιλαμβάνει εκατοντάδες χιλιάδες άτομα που στέκονται στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στη βίαιη απανθρωπιά και την ανήμπορη απελπισία. – Henry Miller